Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους - Σημειοφόρος και Θαυματουργός (852 – 922)

Ο βίος και τα έργα του Αγίου Πέτρου, αποτελούν περίλαμπρο μνημείο που μαρτυρά την Εκκλησιαστική Δόξα της τότε Αγιωτάτης Επισκοπής Άργους. Είναι όντως πολύεδρος, πολύτιμος λίθος που εκπέμπει φως σωτηρίας και λαμπρύνει την όλη ιστορία της πόλης μας. Ο «από βρέφους Κυρίω ανατεθείς» Πέτρος, εγεννήθη εις το ένδοξο Βυζάντιο. Ιερός και άγιος πόθος να υπηρετήσει τον Κύριο και Θεό του, είχε κατακυριεύσει την ψυχή και την διάνοια του. Πρώτος ο Παύλος, ο πρωτότοκος της οικογένειας επιλέγει την οδό της ένθεης διαβίωσης. Την οδό των στερήσεων, των δοκιμασιών, της προσευχής και της προσφοράς. Ακολουθεί ο Διονύσιος και κατόπιν οι Γονείς και η νεαρή αδελφή τους, δεχθέντες το θείο κάλεσμα, επέλεξαν την οδό της θυσίας, της αυταπάρνησης, και «ήγαγον τον Σταυρόν της μοναχικής πολιτείας ακολουθήσαντες τον Χριστό».
Λίγο αργότερα νεαρώτατος κατά την ηλικία ο Πέτρος μετά του μικρότερου αδελφού του Πλάτωνος «καταλιπόντες τον κόσμον και τον οίκον αυτών απήλθον εις ερημικούς τόπους, τη ασκήσει και τη νηστεία και ταις προσευχαίς δουλεύοντες τω Κυρίω». Εγκαταλείπουν την περιουσία τους και τις ανέσεις που αυτή τους διασφάλιζε, και επιλέγουν τον τραχύ αλλά ωραίο αγώνα της μοναστικής ζωής. Η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του, τον καθιστούν πρότυπο στην μοναστική κοινότητα. Οι συνομήλικοι του τον αγαπούν και τον έχουν ως πρότυπο. Επιδιώκουν να τον μιμηθούν. Εκείνος, πάντοτε εύχαρις και μειλίχιος, αναλαμβάνει τις πιο σκληρές και ταπεινές εργασίες, ενισχύοντας την ταπεινοφροσύνη και την υπομονή του. Στις συγκεντρώσεις και τις συντροφιές εκφράζει με σοβαρότητα και ευφράδεια μοναδική, τις μεγάλες αλήθειες της πίστης επικαλούμενος ρητά ή αποφθέγματα των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων. Η υπομονή, η καρτερικότητα, η αυστηρή ασκητική ζωή, η συνεχής προσευχή τον οπλίζουν με γαλήνη, δύναμη και εγκράτεια.

«το κάλλος και η λαμπρότης της ψυχής αυτού εγίγνοντο κατάδηλα και επί του σώματος, του οποίου η ωραιότης θαυμασίως απέστιλβε, διότι είχε, κατά τον αυτόπτην μαθητήν, και το σχήμα και το βάδισμα και το βλέμμα, και το μειδίαμα αξιοθαύμαστα.»

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός, Ιεράρχης σοφός και λόγιος, πληροφορείται τα χαρίσματα, την αξιοσύνη και την ευσέβεια του Μοναχού Πέτρου και επιθυμεί να τον τιμήσει με τον βαθμό της Αρχιερωσύνης. Ο κενός Αποστολικός θρόνος του Μητροπολίτη Κορίνθου θεωρείται από τον Πατριάρχη ως η κατάλληλη ευκαιρία. Καλεί τον Πέτρο και του εκφράζει την επιθυμία του αυτή. 

Ο Πέτρος, «το επικίνδυνον του πράγματος ευλαβούμενος», αρνείται κατηγορηματικά. Μετά την άρνηση του, ο Πατριάρχης προσφεύγει στον μεγαλύτερο αδελφό του Παύλο, το οποίον και καθιστά Μητροπολίτη Κορίνθου. Παρά τις συνεχείς αρνήσεις του Αγίου Πέτρου, ο Πατριάρχης δεν σταματά να προσπαθεί να πείσει τον Πέτρο να αποδεχτεί την Αρχιερωσύνη, την οποία από ταπεινοφροσύνη αυτός μονίμως αρνείται. Για να αποφύγει τις πιέσεις και να μην πικράνει «εν τη αγαθή και αγία προσπαθεία του» τον Πατριάρχη, μεταβαίνει στην Κόρινθο, κοντά στον αδελφό του. Αλλά η θεία χάρις καταδιώκει τον Πέτρο. Χηρεύει η θέση της επισκοπής Άργους και Αργείοι και Ναυπλιείς απευθύνονται προς τον Μητροπολίτη Κορίνθου Παύλο, ζητούντες επιμόνως ως επίσκοπο της περιοχής τους τον Πέτρο. Επιμένουν, ικετεύουν και ισχυρίζονται ότι αρτιμελή νήπια πεθαίνουν αβάπτιστα και πολλοί πεθαμένοι θάβονται χωρίς να ψαλλεί η σχετική ακολουθία. Επιτυγχάνουν τελικά, καμφθέντος του Αγίου, να αποδεχτεί την θέση του επισκόπου.

Επίσκοπος Άργους 

Ως επίσκοπος, υπήρξε «λύχνος επί την λυχνίαν φαίνων πάση τη οικία της περιοχής Αυτού ου μην αλλά και εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος Αυτού και εις τα πέρατα της Οικουμένης τα ρήματα Αυτού»

Όταν, όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεόδωρος, «Λοιμός επίεζε την του Πέλοπος επί τοσούτω δε ταύτην επεβόσκετο και κατέτρυχεν, ως και τας οικίας, και στενωπούς και άμφοδα και πλατείας, έτι δε και το ύπαιθρον εμπλησθήναι νεκρών» ο Άγιος «περιήρχετο τας οδούς συλλέγων τους θνήσκοντας, ανορθών τους επιδεομένους, κηδεύων ως συγγενής και προστάτης, τους εις οίκους νεκρούς»

Στήριξε κλονιζομένους, έθρεψε πεινώντας, Λύτρωσε αιχμαλώτους από τους πειρατές, προστάτευσε αδυνάτους ως η διωκόμενη κόρη υπό τινος Στρατηγού, θεράπευσε δαιμονιζομένους, εβάπτισε απίστους, δίδαξε αδιαλείπτως λόγω και έργω.

Το έτος 920 και σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, ασθενής κατά το σώμα αλλά ισχυρός κατά το πνεύμα και την πίστη, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και μετέσχε τοπικής Συνόδου, που είχε συγκαλέσει ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.

Ο αείμνηστος Ιερεύς Χρήστος Παπαοικονόμος αναφέρει:

Διήγεν ήδη ο μακάριος Πέτρος το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας αυτού και ενέμενε στερρώς εις την εκ νεότητος τακτικήν της ασκήσεως, μη αποσπώμενος αυτής ούτε ένεκα του γήρατος, ούτε ένεκα της κατατριχούσης αυτόν νόσου. Προσήγγισε τέλος ο υπ΄αυτού προσδοκώμενος χρόνος, επλησίασαν αι δι΄αυτόν ποθηταί ημέραιτου θανάτου τον οποίον είχε προγνωρίσει κατά θαυμαστόν τρόπον, ως προεγνώρισε και την μετ΄ολίγα έτη γενομένην καταστροφήν της Πελοποννήσου υπό των βαρβάρων. Αφού δε εγνώσθη ότι ο μέγας ανήρ ασθενεί, αθρόα συνέρρεον τα πλήθη των πόλεων και κωμών, παρήσαν δε και μοναζόντων αγέλαι, και των μοναζουσών η κοσμιότης και των παρθένων η σεμνότης διαλάμπυσα εις την όψιν και των γυναικών η σωφροσύνη και νέοι και γέροντες, ίνα πάντες ίδωσι δια τελευταίαν φορά την γλυκυτάτην εκείνην μορφήν και ακούσωσι την μέλι στάζουσα φωνήν και λάβωσι την ευλογίαν του αγίου ποιμενάρχου αυτών».

Εκείνος, επί τριήμερον νουθετεί γαλήνια και ήρεμα τα πνευματικά του τέκνα. Τα συμβουλεύει να επιζητούν την μέλλουσα ζωή, εκπληρώνοντας τα καθήκοντα τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους.

Η φωνή του εξασθενεί. Ευλογεί όσους βρίσκονται δίπλα του και με νεύματα τους παρακαλεί να αποχωρήσουν.

Γράφει ο μαθητής του:

Και ημάς δε τους περί αυτόν τω Θεώ αναθείς και μικρόν καθ΄εαυτόν υποψιθυρήσας και τον σταυρόν τω προσώπω περιγραψάμενος και ιλαρόν επιβλέψας, γεγανωμένω και χαίροντι εοικώς ώσπερ υπομειδιών, τα όμματα μύσας αταράχως διαφήκε το πνεύμα.

Και φεύγει για τις αιώνιες πολιτείες του ανεσπέρου φωτός.

Τότε:

Και πάλιν ηθροίζετο τα πλήθη και συστήματα ιερά, και χοροί μοναστών περιστάντες το ιερόν εκείνο σώμα ύμνοις εγέραιρον και ψαλμοίς., και τον ιεροφόρον άραντες σκίμποδα υποβασταζόντων ιερέων δια μέσης της πόλεως υπό λάμπασιν ήεσαν άδοντες. Και περί δείλην οψίαν υποστρέφοντες το θείον της Θεοτόκου κατειλήφεσαν τέμενος και της ιεράς τελετής και μυσταγωγίας τελουμένης- ειωθός τούτο επι τοις ερχιεύσι γίνεσθαι- αθρόον φωτί το πρόσωπον περιλάμπετο του θείου ανδρός και λεπτός αυτώ περιερρείτο ιδρώς και τον χρώτα είχεν ερυθραινόμενον, ωσεί ζών και υπνών. 

Επί 500 χρόνια, ο Άγιος αναπαύεται στην ιερή Αργειακή γη. Από τους Ουρανούς προστατεύει ως ο καλός ποιμήν το ποίμνιον του, «ο την Ψυχήν Αυτού θείς υπέρ των προβάτων».

Την 21η Ιανουαρίου του 1421 ξημερώνει αποφράς ημέρα για τους Αργείους. Ο Επίσκοπος των Καθολικών Secundus Nani ( Σιγουντονάνης ) δίδει εντολή να ανοίξουν τον τάφο του Αγίου. Η βάρβαρη ιεροσυλία πραγματοποιείται δυστυχώς από Χριστιανούς (κατά το θρήσκευμα αλλά σκληρούς κατακτητές, κάτω από τους οποίους στενάζει η Πατρίδα. Οι Λατίνοι επίσκοποι είναι οι κρατούντες, εκδιωχθέντων των Ορθοδόξων.) 

Όταν ήνοιξαν τον τάφον εκείνον, εγένετο σεισμός εν τω τόπω και εξήλθεν ευωδία πλείστη και ο τάφος πεπληρωμένος φωτός και τα τίμια λείψανα σεμνώς κατακείμενα, α και λαβόμενοι τινές των πιστών εγένοντο πολλαί ιάσεις.

Δαιμονισμένος επί χρόνια πλησιάζοντας, θεραπεύεται και άλλου το παράλυτο και στρεβλωμένο χέρι αποκαθίσταται αμέσως.

Τα Άγια λείψανα παραλαμβάνει ο Λατίνος Επίσκοπος -διαβάζουμε στον Ιωάννη Ζεγκίνη- και τα μεταφέρει στο Ναύπλιο, γιατί όπως αναφέρει ο συγγραφέας του, «βραχέος χρονικού» στις 17 Δεκεμβρίου του 1420, ημέρα Τετάρτη, εγένετο χειμών φοβερός, πλήθος αστραπών και βροντών και εχάλασεν ο νάρθηκας του Αγίου Ανδρέως, και ηνεώχθησαν αι πύλαι της εκκλησίας, και μνημεία ηνεώχθησαν και η καμπάνα έπεσε και σημεία εγένοντο εις τους τοίχους και εις τας πύλας ως από ξίφους». 

Αργότερα τα Άγια λείψανα μεταφέρθηκαν στην Ρώμη.

Βαθύτατη επιθυμία Κλήρου και Λαού, ήταν η επιστροφή του Αγίου στην πόλη στην οποία

«….κατώρθου δια της σκαπάνης του λόγου να εκριζώνει πάθη χρόνια και ανίατα, άτινα υπήρχον ερριζωμένα εν ταις καρδίαις πολλών των του κλήρου και του λαού….»

Μετά από άοκνες προσπάθειες όλων των Αρχιερέων της Μητροπόλεως Αργολίδος, ο Θεός αξίωσε – επί Αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. κ. Ιακώβου Β΄ – τα Άγια Λείψανα του Αγίου να επιστρέψουν στην πόλη του Άργους, στις 21 Ιανουαρίου 2008.


Βιβλιογραφία
  • Χρήστος Παπαοικονόμος, «Ο Πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους ο Θαυματουργός», Τυπογραφείο Σ. Βλαστού, Αθήνα 1908.
  • “Πέτρος, επίσκοπος Άργους”, εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 49, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • “Πέτρος, επίσκοπος Άργους”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 369-371.
  • Νικόδημος Αγιορείτης, «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμ. Β’, Αθήνησι 1868, σελ. 127-128.
  • Πατήρ Γεώργιος Σελλής, «Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους Σημειοφόρος και Θαυματουργός», Έκδοσις Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Πέτρου, Άργος 2008.
  • P. Enrico Rickenbach, «Storia e scritti di S. Pietro d΄ Argo», Tipografia del cav. V. Salviucci, Roma 1899.
  • Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, «Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους, Βίος Και Λόγοι», Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος 1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια: