Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

"Ηθικά προβλήματα που προκύπτουν από την εξέλιξη της επιστήμης, ιδίως στον τομέα της Βιοηθικής"

Η εισήγηση του Λέκτορος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κου Γεωργίου Στείρη, που παρουσιάστηκε από τον διδάσκοντα της ίδιας σχολής δόκτορα Σωτήριο Φουρνάρο, με θέμα "Ηθικά προβλήματα που προκύπτουν από την εξέλιξη της επιστήμης, ιδίως στον τομέα της Βιοηθικής", στην Γ. Σ. του Ι.Σ.Κ.Ε. στις 25/2/21010. 


Ο θεολογικός και ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι δραστηριότητες που προσιδιάζουν ως προς το αντικείμενό τους. Επιπροσθέτως και οι δύο είναι απαλλαγμένοι από τους φραγμούς που θέτουν τα πάθη. Ωστόσο ο φιλόσοφος εργάζεται με τη συνδρομή του γενικού φωτός της γνώσης και βασίζεται αποκλειστικά στο λόγο, από τον οποίο αντλεί και όλες τις αποδείξεις, ενώ ο θεολόγος βασίζεται στο υπερβατικό φως της πίστης, μέσα από το οποίο δέχεται τα δόγματα που του αποκαλύπτονται. Επιπλέον, ο θεολογικός στοχασμός οριοθετεί ως έσχατο σκοπό του την ενατένιση του Θεού στην επουράνια ζωή, ενώ ο φιλοσοφικός την ενατένιση που επιτυγχάνεται σε αυτή τη ζωή. Επομένως για το θεολόγο η τέλεια και απόλυτη ευδαιμονία δεν επιτυγχάνεται σε αυτήν τη ζωή, αλλά στη μετά θάνατον. Οπωσδήποτε η ενατένιση του θείου και κατ΄ επέκταση η ευδαιμονία που ταυτίζεται με αυτή, ξεκινά από τη φυσική ζωή, ωστόσο ολοκληρώνεται στην επουράνια. Φιλοσοφία και θεολογία δεν ταυτίζονται, αποτελούν αυτόνομες επιστήμες, χωρίς η φιλοσοφία να είναι υπηρετική της θεολογίας. 

Ένα βασικότατο ερώτημα που απασχόλησε τη φιλοσοφία και τη θεολογία ήδη από το Μεσαίωνα είναι το εάν ο στοχαστικός άνθρωπος είναι πιο αγαπητός από το Θεό. Ο στοχαστικός άνθρωπος θεωρείται πιο αγαπητός ακριβώς επειδή λέγεται ότι είναι συγγενέστερος με το Θεό, όχι ως ουσία, αλλά ως ύπαρξη ικανή να ζει εσωτερική ζωή, να στοχάζεται τον εαυτό της με σκοπό να πετύχει το «κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν» με το Θεό, στο βαθμό, βέβαια, που αυτό είναι δυνατόν. Επιπλέον, φαίνεται ότι ένας στοχαστικός άνθρωπος δεν πρέπει να απομακρύνεται από τα εξωτερικά πράγματα και να αναχωρεί στον εσώτερο εαυτό του, διότι ακόμα και τα εξωτερικά πράγματα μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα για περισσότερο στοχασμό. Ακριβώς επειδή ο στοχαστικός άνθρωπος συγγενεύει με το Θεό λόγω του θεωρητικού του βίου, είναι φυσικό να είναι και πιο αγαπητός στο Θεό. Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι ο άνθρωπος που ενεργεί σε συμφωνία με το νου, που υπηρετεί το νου και τον φροντίζει και ευτυχισμένος είναι και ιδιαίτερα αγαπητός στο θεούς. Διότι εύλογα μπορεί να δεχτεί κανείς ότι οι θεοί ευχαριστούνται με αυτό που είναι στον άνθρωπο το καλύτερο και το πιο συγγενικό προς αυτούς, και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ο νους. Επομένως τους στοχαστικούς ανθρώπους οι θεοί τους αγαπούν περισσότερο. Έτσι ο σοφός άνθρωπος είναι «θεοφιλέστατος» και εξαιρετικά ευδαίμων. 

Ωστόσο, ο Αλβέρτος ο Μέγας, διαπρεπής φιλόσοφος και θεολόγος του 13ου αιώνα, διαφοροποιείται από τον Αριστοτέλη διότι προβαίνει σε μια επιπρόσθετη παρατήρηση. Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί πιο αγαπητός στο Θεό με δύο τρόπους: α) είτε εξαιτίας της αγνότητάς του μέσω της οποίας μοιάζει περισσότερο με το Θεό, οπότε με αυτή την έννοια ο στοχαστικός άνθρωπος θεωρείται πιο αγαπητός στο Θεό και β) είτε λόγω της χρησιμότητάς του, οπότε κάποιος που ασκεί ποιμαντικό έργο και οδηγεί τις ψυχές κοντά στο Θεό είναι πιο αποδεκτός από Εκείνον και απολαμβάνει μεγαλύτερο έπαινο. 

Επομένως τίθεται το ερώτημα ποια ευδαιμονία είναι καλύτερη, η πρακτική ή η θεωρητική. Κατά τον Αλβέρτο η θεωρητική ευδαιμονία μοιάζει περισσότερο με τη Θεϊκή ευδαιμονία, διότι δεν υπάρχει σε αυτήν κανένας πόνος και ανησυχία. Αντίθετα η πρακτική ζωή έχει πολλές ανησυχίες, φροντίδες και ταλαιπωρίες και δε μοιάζει καθόλου με τη θεία μακαριότητα. 

Ωστόσο, ο Αλβέρτος δεν απορρίπτει την πρακτική ευδαιμονία. Μπορεί η θεωρητική ζωή να είναι πιο αγνή και να οδηγεί στην αρετή και το «αγαθόν», αλλά η πρακτική ζωή είναι πιο χρήσιμη και πιο αναγκαία. Ο Αλβέρτος απαντώντας στο ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός της ηθικής, από τη θεωρητική άποψη η ηθική υπάρχει λόγω της γνώσης, ενώ από την πρακτική μεριά σκοπός της είναι να κάνει τους ανθρώπους καλούς. 

Συνεπώς η ενεργητική ζωή του ποιμαντικού έργου και της διδασκαλίας είναι πιο χρήσιμη, εφόσον υπηρετεί το κοινό καλό. Ο κληρικός, πέραν της προσευχής και της άσκησης, είναι υποχρεωμένος να ποιμαίνει και να διδάσκει το πλήρωμα της εκκλησίας, αλλά και όσους δεν ανήκουν σε αυτό. Προκειμένου, όμως, να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις του έργου του, επιβάλλεται να παρακολουθεί τις εξελίξεις, το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, ώστε να βρίσκεται διαρκώς σε θέση να απαντά στις προκλήσεις των καιρών. Η εκκλησία εκ της οντολογικής της διάστασης και του ιστορικού της χρέους δεν μπορεί να μένει ουραγός της σύγχρονης πραγματικότητας, ούτε να απέχει από τη διαμόρφωση των κοινωνικών ρευμάτων. Το χρέος αυτό βαρύνει πρωτίστως τον κληρικό, ο οποίος δίνει την καθημερινή μάχη στο στίβο της ζωής και όχι αποκλειστικά την ιεραρχία. Η εποχή που ο κληρικός εκμεταλλευόταν το κοινωνικό του κύρος και το σχήμα για να επιβάλλεται έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η κοινωνία αμφισβητεί δομικά κάθε αρχή και θεσμό. Ο κληρικός δεν αρκεί να μπορεί να εκθέτει τις αρχές του δόγματος, αλλά οφείλει να είναι γνώστης των επιστημονικών και πνευματικών εξελίξεων ώστε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. 

Η σύγχρονη πραγματικότητα δημιουργεί πολλαπλές προκλήσεις στον κληρικό, αλλά παράλληλα του προσφέρει λαμπρό πεδίο προκειμένου να αναβαπτισθεί. Η βιοτεχνολογία δεν αποτελεί πια θέμα μόνο των ταινιών επιστημονικής φαντασίας, αλλά συντελεσμένη πραγματικότητα. Ο κλωνισμός ζώων είναι η αρχή μιας μακράς πορείας. Ο κλωνισμός του ανθρωπίνου είδους αποτελεί το Γκράαλ των βιοτεχνολόγων και, πιθανότατα, δεν θα αργήσει η εποχή που θα εμφανισθούν οι πρώτοι κλώνοι, καθώς, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί στην ιστορία του ανθρώπου, καμιά νομική ή άλλη απαγόρευση δεν είναι ικανή να σταματήσει την ανθρώπινη περιέργεια και ματαιοδοξία. Η εκκλησία θα δεχόταν κλώνους στο πλήρωμά της? Να ένα απλοϊκό και συνάμα δύσκολο ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει ο κληρικός. Και ακόμα δυσκολότερο θα γίνει το ερώτημα αν ευοδωθούν οι απόπειρες κατασκευής χιμαιρών, όντων που θα συνδυάζουν γενετικά χαρακτηριστικά από πολλά υπάρχοντα όντα. Ή ακόμα, πως θα αντιμετώπιζε ο εφημέριος ένα ρομπότ που θα ασχημονούσε ή που θα ζητούσε να παρίσταται στη θεία λειτουργία? 

Όμως τα δύσκολα ερωτήματα δεν σταματούν εδώ. Η βιοτεχνολογία υπόσχεται παρεμβάσεις στο γενετικό κώδικα του ανθρώπου, ώστε, μέσω της ποδηγέτησης των γονιδίων, να επιτυγχάνονται συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ο στόχος δεν είναι μόνο η βελτίωση των σωματικών χαρακτηριστικών και η προαγωγή της υγείας, αλλά και η διαμόρφωση συμπεριφορών. Ήδη η έρευνα αναλίσκεται στον εντοπισμό γονιδίων που σχετίζονται με συμπεριφορικές προδιαθέσεις. Όταν αυτό καταστεί εφικτό, ασχέτως της σημασίας της παιδείας και της ανατροφής στο σχηματισμό της προσωπικότητας, θα τεθούν αναπόδραστα διλήμματα ηθικής φύσης, τα οποία θα αγγίζουν πέραν της καθημερινότητας και την ίδια την πίστη. Ένας άνθρωπος που έχει υποστεί γενετική μετατροπή ώστε να ρέπει στις αγαθοεργίες θα πρέπει να επιβραβεύεται από την κοινωνία και το Θεό? Πόσο μάλιστα όταν η μαζική κουλτούρα, η οποία υποβοηθείται στη διάδοσή της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διαδίκτυο, αναλαμβάνει να συμπληρώσει εκείνο που η τεχνολογία δεν μπορεί να ρυθμίσει. Ο κληρικός δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με αδιαφορία όλα αυτά, ως να μην συνέβαιναν. Χρειάζεται να εμπλουτίσει τη σκευή του με επιχειρήματα, τα οποία θα εδράζονται στη σαφή γνώση των δεδομένων της επιστήμης και των θέσεων των ανθρωπιστικών σπουδών έναντι αυτών. 

Και η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται δεν αφορά μόνο θέματα βιοτεχνολογίας. Μια ήδη συντελεσμένη πραγματικότητα αποτελούν ο διαπολιτισμός και ο πολυπολιτισμός. Άνθρωποι από διαφορετικές φυλές, κουλτούρες και προελεύσεις αναμειγνύονται, συμβιώνουν και αλληλοεπιδρούν. H νέα αυτή πραγματικότητα, η οποία θα ενταθεί προϊόντος του χρόνου, δημιουργεί νέες προκλήσεις για τον κληρικό. Έως σήμερα, εδώ και πολλούς αιώνες, το ιεραποστολικό έργο είχε συνδεθεί με εξωτικές χώρες και μακρινούς πολιτισμούς. Τώρα πια η ευκαιρία για κήρυξη του Λόγου του Θεού και κατήχηση χτυπάει την πόρτα της κάθε ενορίας στην Ελλάδα. Ο κληρικός οφείλει να μην τηρεί αμυντική στάση, υπερασπιζόμενος κεκτημένα. Αντιθέτως, το δέον είναι να αναπτύξει εξωστρέφεια και να πλησιάσει τους ανθρώπους αυτούς, ομόδοξους ή μη. Ο μεγάλος στόχος, πέρα από την προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας και θαλπωρής, πρέπει να είναι η διεύρυνση του πληρώματος της Εκκλησίας. Το θεάρεστο αυτό έργο απαιτεί από τον κληρικό να είναι πολύγλωσσος και να γνωρίζει εις βάθος τον πολιτισμό και τις ιδέες των ανθρώπων που διαμένουν στην χώρα μας χωρίς να είναι γηγενείς. Το πλησίασμα αυτό απαιτεί γνώση των αρχών του διαπολιτισμού, οι οποίες διδάσκονται σήμερα με μεγάλη επιτυχία και δημοφιλία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. 

Η πολυπολιτισμικότητα επιβάλλει επίσης να στηρίξει επαρκώς ο κληρικός τους πιστούς. Ο συγκρητισμός αντιλήψεων και τρόπων ζωής εκτρέφει δυσκολίες και δυσανεξία. Ο κληρικός χρειάζεται να σταθεί στο πλευρό των χριστιανών και να τους συνδράμει στην προσπάθεια εύρεσης ενός modus Vivendi που θα εκφράζει και θα ικανοποιεί τις νέες εξελίξεις. Επιβάλλονται δυναμικές προσαρμογές, υπό την έννοια πως η κατάσταση είναι ρέουσα και δεν είναι εφικτή η παγίωση λύσεων, οι οποίες θα προσφέρουν λύσεις για μακρό χρονικό διάστημα. Οι λύσεις αυτές, για να μην εκπέσει η Εκκλησία του κύρους της, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις αρχές της πίστης, του ανθρωπισμού, αλλά και του διεθνούς δικαίου, το οποίο δεν είναι δυνατόν να αγνοείται ή να περιφρονείται. Η προσήλωση σε ιδεοληψίες και σχήματα του παρελθόντος, τα οποία πέραν της μεγαλοστομίας τους και της υπερβολής τους δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, ζημιώνει την εκκλησία και περιορίζει την εμβέλειά των λόγων της και των έργων της. Μόνο η συστηματική εκπαίδευση, ιδιαίτερα η τριβή με τα κλασσικά γράμματα και τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει, δύναται να καταστήσει τον κληρικό ικανό να ανταπεξέλθει στις περιπλοκές των καιρών. 

Ο περιορισμένος χρόνος με εμποδίζει να συμπληρώσω την αναφορά μου και με άλλα σύγχρονα ηθικά προβλήματα, τα οποία δημιουργούνται είτε από την πρόοδο της τεχνολογίας είτε από τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μεγάλος και η λίστα αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Πως όμως θα μπορέσει ο κληρικός να αρθεί στο ύψος του λειτουργήματός του και των εξελίξεων; Η μόνη οδός είναι να καταστεί ο κληρικός στοχαστικός άνθρωπος, με την έννοια που είχαν προσδώσει στον όρο ο Αριστοτέλης και η μεσαιωνική χριστιανική φιλοσοφία. Ο κληρικός οφείλει να μορφώνεται και να παραμένει ενήμερος. Η εκπαίδευση και η ενημέρωση του κληρικού δέον είναι να μην γίνεται ιδία βουλήσει, αλλά με τρόπο θεσμικό και οργανωμένο. Η ανάγνωση εφημερίδων, η παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων επιμορφωτικών δραστηριοτήτων, όταν γίνεται άνευ προγράμματος και μεθόδου δεν αποδίδει. Το ευκταίο θα ήταν να επιδιώξετε να εγγραφείτε σε πανεπιστημιακά προγράμματα, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, ώστε να αποκτήσετε την απαιτούμενη παιδεία. Τον δρόμο αυτό ακολούθησε και ο πρόεδρός σας, ο πατήρ Γεώργιος Σελλής, ο οποίος ολοκληρώνει οσονούπω τις μεταπτυχιακές του σπουδές και αναλαμβάνει τη συγγραφή της διδακτορικής του διατριβής. Αλλά πέρα από αυτό η Εκκλησία της Ελλάδας και ο σύλλογός σας σκόπιμο θα ήταν να αναλάβουν την πρωτοβουλία οργάνωσης σεμιναριακών κύκλων σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι θα προσφέρουν οργανωμένη επιμόρφωση σε όλους τους κληρικούς, καθιστώντας τους ικανότερους να ανταποκριθούν στα δύσκολα και σημαντικότατα καθήκοντά τους. 

Ελπίζω, γνωρίζοντας το πάθος και την αγωνιστικότητα που διέπει τον κληρικό, να ανοιχθείτε με τόλμη στα νέα πεδία που απλώνονται μπροστά σας και να προσφέρετε ακόμα περισσότερα στην Εκκλησία. 

Σας ευχαριστώ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: