Αποστόλου Νικολαΐδη, Καθηγητή της Κοινωνιολογίας της θρησκείας και της Κοινωνικής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (*)
1. Περί συνδικαλισμού
Ο συνδικαλισμός είναι κίνημα που εμφανίζεται ταυτόχρονα με τη βιομηχανική επανάσταση και συγκεκριμένα με την κυριαρχία της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Συγκεκριμένα εμφανίζεται στην Αγγλία τον 18ο αιώνα. Συνδέεται άμεσα με το χώρο της εργασίας και αναπτύσσεται ταυτόχρονα με τον εργασιακό ολοκληρωτισμό[1] που μεταφράζεται κυρίως σε οικονομική, πολιτική και κοινωνική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης υπέρ του κεφαλαίου, πρακτική που σηματοδοτεί ή και εκφράζει την υποδούλωση των εργατών.
Ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση ότι σ’ αυτή την πρακτική παίρνει μέρος ολόκληρο το φάσμα των κατεστημένων εξουσιών, μεταξύ αυτών και το θρησκευτικό, το οποίο πάντα συνόδευε την οικονομική και πολιτική εξουσία, όντας έτοιμο άλλοτε να εξαγιάζει τα πεπραγμένα τους και άλλοτε να μεταβάλλεται το ίδιο σε οικονομικό και πολιτικό παράγοντα.
Βασικός σκοπός λοιπόν του συνδικαλισμού είναι η αποδυνάμωση του μονοπωλίου στα μέσα παραγωγής που συνδέεται με τις οξείες αντιθέσεις της ταξικής κοινωνίας και η προστασία των εργασιακών και μισθολογικών συμφερόντων των εργατών. Το συνδικαλιστικό κίνημα αγωνίζεται συγκεκριμένα για τα ημερομίσθια και τους μισθούς, τους όρους, τις ώρες και τις συνθήκες εργασίας, την κοινωνική ασφάλιση, τις άδειες, την προστασία του δικαιώματος στην απεργία.
Όσοι ασχολούνται με την αξιολόγηση του συνδικαλισμού και της συνδικαλιστικής δράσης εκτός από τα παραπάνω θετικά διαπιστώνουν και τα ακόλουθα αρνητικά[2]. Τέτοια είναι: η έντονη κομματικοποίηση, η μονόπλευρη στάση εναντίον των εργοδοτών, η ανειλικρίνεια κινήτρων και στόχων, η διάσπαση των συμφερόντων, η έλλειψη κοινωνικής ευθύνης, η δογματική απόρριψη των νέων δεδομένων, η εμμονή σε παλαιοκομματικού τύπου συμπεριφορές κ.ά. Όλα αυτά οδήγησαν στην ανυποληψία του συνδικαλισμού, στην απαξίωση, στη χρεοκοπία, έχοντας στο ενεργητικό του, κυρίως όταν μιλάμε για την Ελλάδα, μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη συνεχή κρίση στον εργασιακό και οικονομικό χώρο.
2. Περί του ιερού κλήρου
«Ιερός κλήρος ή ιερατείο είναι μια περιεκτική έννοια που δηλώνει το σύνολο όσων κλήθηκαν και κληρώθηκαν να υπηρετούν το λαό του Θεού, δηλαδή την Εκκλησία. Το ιερατείο είναι πανάρχαιος θεσμός που ακολουθεί το θεσμό των αυτοπτών και αυτήκοων αποστόλων, έχοντας μάλιστα να επιτελέσει ένα σπουδαίο και πολύ δύσκολο έργο, αφού είναι υποχρεωμένο να θεσμοποιήσει το κήρυγμα του Χριστού, να το φέρει δηλαδή σε διάλογο με την κοσμική πραγματικότητα, αποσκοπώντας όχι μόνο στη συνάντηση ουρανού και γης και την αναγέννηση του κοσμικού αλλά και στη δυνατότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων της καθημερινότητας.
Ως προς τη θέση και τις λειτουργίες του, το ιερατείο είναι άνθρωποι του λαού που με τη χειροτονία τους γίνονται ξεχωριστοί, διαφορετικοί. Όλα πλέον υπό κανονικές συνθήκες είναι έργα και σκέψεις του ιερέα και όχι ενός κοινού ανθρώπου. Έργα θεανθρώπινα και όχι απλώς ανθρώπινα.
Αυτή η διαφορετικότητα εκφράζεται σε όλες τις βαθμίδες και είναι κοινή. Δεν αναφέρεται δε μόνο στην άσκηση του ιερατικού λειτουργήματος με τη στενή έννοια του όρου, αλλά και στην καθημερινή πράξη. Ο κληρικός δεν εξουσιάζει αλλά εξουσιάζεται. Δεν υπηρετείται αλλά υπηρετεί. Δεν ταπεινώνει αλλά ταπεινώνεται. Δεν θυσιάζει άλλους για τον εαυτό του αλλά θυσιάζεται για τους άλλους. Δεν επιβαρύνει, δεν φορτώνει δηλαδή βάρη στους άλλους, αλλά επιβαρύνεται ο ίδιος, αναλαμβάνει δηλαδή τα βάρη και τις ευθύνες των άλλων. Δεν προβάλλει δικαιώματα, αλλά αγωνίζεται για τα δικαιώματα των πιστών, κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τις υποχρεώσεις. Δεν αγωνίζεται για το δικό του συμφέρον αλλά για τα συμφέροντα των άλλων. Δεν έχει μπροστά του το ατομικό αλλά το κοινό καλό. Με λίγα λόγια, υπάρχει για να εργάζεται ανιδιοτελώς, διαρκώς και ακούραστα το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων που του εμπιστεύεται η Εκκλησία. Πρότυπο για όλα τα παραπάνω είναι η στάση του Χριστού που αντιστοιχούσε απόλυτα στα λόγια του: «῾Ο υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι», εἶπε ὁ ῎Ιδιος ἀναφερόμενος στήν ἀποστολή Του, «ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»[3].
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε δύο πράγματα:
1) ότι αυτή η διαφορετικότητα δεν είναι καρπός ατομικός αλλά έργο της θείας χάριτος που με τη συνέργεια του κληρικού προκαλεί την «καλήν αλλοίωσιν». Η αλλοίωση συνίσταται στην κατάργηση του κοσμικά εννοούμενου λογικού και αυτονόητου και στο πέρασμα από το κοσμικά «λογικό» στο «υπέρλογο». Γιατί είναι προφανές ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν αντέχουν στη μεταπτωτική λογική, που κατανοεί τα πάντα με βασική αρχή την αναζήτηση και εξασφάλιση του ατομικού συμφέροντος. Αντέχουν μόνο στη λογική του Θεού, στο πλαίσιο της οποίας κάθε κίνηση και δράση γίνεται χάρη της αγάπης του Θεού και του πλησίον.
2) Η είσοδος σε έναν τέτοιο διαφορετικό χώρο δεν είναι εξαναγκαστική αλλά απολύτως ελεύθερη, με την έννοια ότι είναι καρπός της ελεύθερης συγκατάθεσης και αποδοχής της κλήσης του Θεού. Ο κληρικός είναι εδώ εξαιτίας α) του θείου έρωτα που τον αναγκάζει στην υπέρβαση του κοσμικού φρονήματος και του εαυτού του, και β) της ελεύθερης ανταπόκρισης στην κλήση του Θεού. Σας θυμίζω τη βασανιστική στιχομυθία Χριστού και Πέτρου με το τριπλό ερώτημα «φιλεῖς με Πέτρε» και την τριπλή απάντηση «ναι Κύριε, σύ οἶδας ότι φιλῶ σε»[4]. Στιχομυθία που επισφραγίζεται με την εντολή «ποίμαινε τα πρόβατά μου». Τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο και αναγκαστικό σ’ αυτή τη διαδικασία, αλλά προκύπτει από την ανεμπόδιστη συνεργασία Θεού και ανθρώπου. Επισημαίνεται ότι η ελευθερία και τα δικαιώματα του καλούμενου τελειώνουν με την ελεύθερη και αβίαστη επιλογή της εισόδου στην ιεροσύνη. Όλα δε τα παραπάνω χαρακτηριστικά κατανοούνται ως φυσιολογικές συνέπειες αυτής της επιλογής. Η πιθανή άρνηση ανταπόκρισης αν δεν αποτελεί καρπό αδυναμιών και πτώσεων στο πλαίσιο ενός διαρκούς πνευματικού αγώνα υπέρβασης του κακού, δηλώνει πιθανώς διαφορετικότητα των κινήτρων εισόδου στην ιεροσύνη. Μεταξύ αυτών των κινήτρων σημαντική θέση κατέχουν η σκοπούμενη επαγγελματική αποκατάσταση, η φιλοδοξία και η φιλαρχία.
Ως προς τις λειτουργίες του ιερατείου, αυτές καθορίζονται ανά βαθμίδα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής οργάνωσης. Διακρίνονται δε σε λατρευτικές, ποιμαντικές και διοικητικές. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των λειτουργιών είναι η διακονία των πιστών, ακόμη και αν πρόκειται για διοίκηση. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστούν δύο πράγματα που θεωρώ ως πολύ σημαντικά για την περαιτέρω συζήτηση:
- η εξουσία με το κοσμικό της περιεχόμενο δεν χωράει σε καμιά από τις παραπάνω λειτουργίες. Η ιεροσύνη ανεξάρτητα από τα κίνητρα των ανθρώπων και την αξία τους είναι χάρισμα και επομένως διακονία. Χάρισμα γιατί «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ ᾿Ααρών»[5], αλλά και γιατί «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ»[6]. Διακονία δε γιατί το χάρισμα ποτέ δεν οικειοποιείται και δεν χρησιμοποιείται ούτε και εργαλειοποιείται υπέρ του φορέα του. Το χάρισμα έχει να κάνει με διαχείριση και όχι με κατοχή. Το χάρισμα προσφέρεται ως έχει και όχι «μεταχειρισμένο», προσφέρεται δε απροϋπόθετα και φυσικά ανιδιοτελώς.
- Κανένας δεν αμφισβητεί τις υλικές ανάγκες των κληρικών και ιδιαίτερα των έγγαμων. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως η κάλυψή τους, σύμφωνα με τη λογική του Θεού και όπως αυτή εκφράστηκε στα κείμενα των πατέρων, δεν είναι υπόθεση δική τους αλλά του Θεού. Δική τους μοναδική μάλιστα φροντίδα είναι η ικανοποίηση των αναγκών του ποιμνίου. Ότι η φροντίδα των ανθρώπων του Θεού είναι υπόθεση του ίδιου του Θεού, μαρτυρείται τόσο στα λόγια του Χριστού, όταν έλεγε: «μη μεριμνάτε… τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε… εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά. Ουχ υμείς μάλλον διαφέρητε αυτών; … μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα. Πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζητεί. Οίδε γάρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζητε τούτων απάντων. Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσετε υμίν…»[7], όσο και στα λόγια των πατέρων και τη διαχρονική πράξη των ανθρώπων του Θεού. Παραθέτω μόνο την άποψη του Βασιλείου: «ο εργαζόμενος ουχ ίνα τας εαυτού χρείας υπηρετή δια των έργων… Το γάρ υπέρ εαυτού μεριμνάν παντάπασίν εστιν υπό του Κυρίου κεκωλυμένον… Σκοπός ούν εκάστω προκείσθαι οφείλει εν τω έργω η υπηρεσία των δεομένων, ουχί η ιδία αυτού χρεία. Ούτω γάρ και της φιλαυτίας το έγκλημα φεύξεται, και της φιλαδελφείας την ευλογίαν λήψεται»[8]. Και αν αυτά ισχύουν για κάθε χριστιανό, πολύ περισσότερο ισχύουν για τους ιερωμένους όλων των βαθμίδων, των οποίων το έργο είναι κατεξοχήν « έργον διακονίας», όπως γράφει και ο Απ. Παύλος[9]. Ο κληρικός κατά τον Γρηγόριο το Θεολόγο «οὐ γὰρ ζητεῖ τὸ ἑαυτοῦ»,… ζητεῖ δέ τό τῶν τέκνων οὕς ἐν Χριστῷ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγέννησεν. Οὗτος ὅρος πάσης πνευματικῆς προστασίας πανταχοῦ τό καθ᾿ ἑαυτόν παρορᾶν πρός τό τῶν ἄλλων συμφέρον»[10]. Αυτή η λογική αποτελούσε σχεδόν κανόνα κατά το παρελθόν, όταν για την κάλυψη των αναγκών των ιερέων δεν φρόντιζε ο κρατικός μηχανισμός αλλά ο λαός. Πιστεύω να συμφωνείτε, τουλάχιστον οι γεροντότεροι, ότι εκείνη η φροντίδα ήταν πληρέστερη αφού ήταν φροντίδα του Θεού και όχι του Καίσαρα. Δήλωνε δε επιπλέον τη βαθύτερη σχέση μεταξύ ποιμνίου και ποιμένα, σχέση που εικόνιζε περισσότερο την αλληλοπεριχώρηση, την αντίδοση ιδιωμάτων, την εκκλησιαστική συνοχή, την οικογενειακή σχέση.
3. Τι σχέση μπορεί να έχει ο ιερός κλήρος προς το συνδικαλισμό;
3.1 Εκκλησία και συνδικαλιστικό κίνημα
Ένας τέτοιος προβληματισμός αντιμετωπίστηκε κυρίως στη δυτική πραγματικότητα, όπου και γεννήθηκε.
Σ’ αυτή την πραγματικότητα όπου η Δυτική Εκκλησία, κυρίως ο καθολικισμός, είχε και έχει ενεργή παρουσία, ο συνδικαλισμός αντιμετωπίστηκε με δύο τρόπους: την αρχική απόρριψη και την ύστερη αποδοχή[11].
Η αρχική απόρριψη στηρίχθηκε κυρίως σε τρείς λόγους:
-στη συνήθεια απόρριψης και επιφύλαξης έναντι του νέου που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συμπεριφορά του Καθολικισμού.
- στο φόβο ότι η αντίδραση εναντίον του εργασιακού και οικονομικού κατεστημένου θα σήμαινε και αντίδραση εναντίον του δικού του κατεστημένου με το οποίο ήσαν συνδεδεμένα όλα τα κατεστημένα.
- στο γεγονός ότι ο ίδιος ο καθολικισμός εμπεριείχε στα σπλάχνα του στοιχεία του εργασιακού ολοκληρωτισμού και επομένως σχέσεις εκμετάλλευσης των εργατών και των οικονομιών τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δικαιολογήσουμε την φιλεργοδοτική Εγκύκλιο του Πάπα Λέοντος του 13ου, με την οποία απαγόρευε την ανάμειξη της Εκκλησίας σε κοινωνικά πράγματα, καταδίκαζε την εξέγερση των εργατών με σκοπό την αύξηση των μισθών, θεωρούσε την απεργία ως επικίνδυνη ασθένεια, ενώ προέβαλε ως θεία επιταγή την περιστολή των επιθυμιών, την υποταγή στις ορέξεις των εργοδοτών και την επικράτηση της τάξης.
Ωστόσο η εξέλιξη των πραγμάτων και η ανάγκη προσαρμογής στο νέο που θα επικρατούσε ανάγκασαν τον Καθολικισμό όχι μόνο να αποδεχθεί το συνδικαλιστικό κίνημα αλλά και να ιδρύσει η ίδια «χριστιανικά συνδικάτα», όπου μάλιστα μετείχαν και τριακόσιοι ιερείς, οι οποίοι ακολουθώντας και την επιθυμία Καρδιναλίων μετείχαν και σε απεργίες. Αναπτύσσεται μάλιστα και ιδιαίτερη διδασκαλία που εντάσσεται στην Κοινωνική της Διδασκαλία. Εδώ υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα ίδρυσης των συνδικάτων, η ανάγκη συμμετοχής των πιστών σ’ αυτά, η συμβολή των κινημάτων στην καλλιέργεια της χριστιανικής τάξης, ενώ καταδικάζεται ο απαίσιος ατομικισμός, η αισχροκέρδεια και η τοκογλυφία.
Η Ανατολική Εκκλησία αντιμετωπίζει το θέμα περισσότερο θεωρητικά παρά πρακτικά[12]. Επισημαίνεται ότι η Εκκλησία δεν ενεργεί ως ένα κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα, δεν ευλογεί αντιπαραθέσεις και κυρίως σχέσεις εκμετάλλευσης, δεν μεροληπτεί υπέρ των εργοδοτών ή εργατών, αλλά επισημαίνει τις ευθύνες και των δύο, υπογραμμίζει την ανάγκη για δίκαιες οικονομικές και εργασιακές συμπεριφορές, επισημαίνει τη βαθύτερη αιτία για την οικονομική και κάθε άλλη εκμετάλλευση που δεν είναι άλλη από την αμαρτία, δεν παρέχει έτοιμες συνταγές για τη λύση των προβλημάτων, ενώ είναι έτοιμη να συναγάγει χρήσιμα συμπεράσματα από την ύπαρξη και τη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος για τη σωτηρία των ανθρώπων, όπως είναι: η σύνδεση της σωτηρίας με τη σωτηρία του πλησίον, η συνειδητοποίηση ότι κάθε άνθρωπος είναι μέρος και μέλος ενός σώματος και έτσι μόνο μπορεί να συναντήσει και να αναφερθεί στο Θεό, η ανάγκη υπέρβασης του ατομικού χάρη του συλλογικού, η αίσθηση της εξάρτησης που αναπτύσσεται μέσα από τη διαδικασία των αιτημάτων και την ευσεβή διεκδίκηση. Ταυτόχρονα υπογραμμίζονται και τα αρνητικά μηνύματα, όπως η απολυτοποίηση του οικονομικού παράγοντα και η καλλιέργεια κοινωνικών αντιθέσεων που διασπούν το κοινωνικό σώμα.
3.2 Συνδικαλισμός στην Εκκλησία
Οι κληρικοί στη σύγχρονη ελλαδική πραγματικότητα έχουν δύο σημεία αναφοράς: τον εκκλησιαστικό χώρο ως εκκλησιαστικοί λειτουργοί και τον οικονομικό-κοινωνικο-πολιτικό χώρο ως δημόσιοι υπάλληλοι.
Α. Ως προς τον εκκλησιαστικό χώρο δραστηριοποίησης των κληρικών και το ερώτημα για τη δυνατότητα ύπαρξης και δραστηριοποίησης του συνδικαλισμού σημειώνουμε τα ακόλουθα:
1η Υπόθεση: Εκκλησία και συνδικαλισμός είναι δύο τελείως διαφορετικά και μεταξύ τους ξένα κεφάλαια.
O ιερατικός και κάθε άλλη μορφή συνδικαλισμού (συνδικαλισμός ακόμη και των λαϊκών) δεν έχει θέση σε μια Εκκλησία που διατηρεί τα θεανθρώπινα χαρακτηριστικά, όταν δηλαδή δεν έχει εκκοσμικευθεί και δεν έχει αλλοιώσει τις εσωτερικές της λειτουργίες.
Στην περίπτωση αυτή
1) Η εκκλησιαστική κοινωνία δεν είναι ταξική. Δεν υπάρχουν δηλαδή ανώτερες και κατώτερες τάξεις με αντίστοιχες δομές και συμπεριφορές. Η θεσμοποίηση της εκκλησίας και η παρεπόμενη εκκλησιαστική οργάνωση επιβάλλει την ύπαρξη ιεραρχίας, αλλά αυτή δεν έχει εξουσιαστικό αλλά διακονικό χαρακτήρα. Βασική αρχή κατανόησης λειτουργίας του ιεραρχικού σχήματος είναι αυτό που είχε επισημάνει ο Χριστός στους μαθητές του: πρώτος στα μάτια του Θεού είναι ο διακονών και όχι ο διακονούμενος. Όσο πιο ψηλά βρίσκεται κάποιος στην ιεραρχική πυραμίδα, τόσο περισσότερες και βαρύτερες ευθύνες έχει. Σ’ αυτό το διακονικό σχήμα η κίνηση δεν γίνεται από πάνω προς τα κάτω, αλλά από κάτω προς τα πάνω. Αυτή η μορφή κίνησης εξαφανίζει κάθε σκέψη για κυριαρχικές διαθέσεις και κυρίως κυριαρχικές συμπεριφορές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η υποταγή των κατώτερων δεν μεταφράζεται σε ευκαιρία απόλυτης κυριαρχίας των ανώτερων και σε ειδωλοποιήσεις, αλλά σε ευκαιρία ταπείνωσης και ταλαιπωρίας. Ο επίσκοπος υπάρχει επειδή υπάρχει ο λαός και οι ιερείς. Είναι επίσκοπος για να κουράζεται και όχι για να ξεκουράζεται ή να κουράζει άλλους.
2) Η εκκλησιαστική κοινωνία είναι κοινωνία ενότητας και όχι διακρίσεων. Παρά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ανθρώπινο πρόσωπο δεν συμβιβάζεται με την ύπαρξη ατομικοτήτων, πολύ περισσότερο δεν συμβιβάζεται με την ύπαρξη ομάδων που αντιμάχονται μεταξύ τους και αντιστρατεύονται στο όλον. Η εκκλησία είναι του Χριστού και κανενός άλλου. Η διαφορετικότητα των μελών του εκκλησιαστικού σώματος δεν σημαίνει αλληλοαποκλεισμό ή αλληλοαχρήστευση αλλά συλλειτουργία διαφορετικών χαρισμάτων χάρη του κοινού σκοπού που είναι ο ευαγγελισμός της αλήθειας του Χριστού και η θεραπεία των τραυμάτων που προκαλεί ο πόλεμος εναντίον του κακού. Μια τέτοια αίσθηση δεν αφήνει περιθώρια για συγκρίσεις και αξιολογικές κρίσεις χαρισμάτων, ρόλων και θέσεων που θα άνοιγε τη δυνατότητα για διακριτική μεταχείριση, για υποτίμηση των κατώτερων στρωμάτων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, για παντοειδή εκμετάλλευση και ιδιοτελείς χρήσεις.
3) Η εκκλησία είναι κοινός αμπελώνας, ενώ όσοι δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν είναι εργάτες με κοινό εργοδότη το Θεό. Μια τέτοια αίσθηση δεν αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη κερδοσκοπικών παιχνιδιών με εμπνευστή το θεό μαμωνά και την αποσπασματική και υποκειμενική χρήση και ερμηνεία βιβλικών και αγιοπατερικών ρήσεων. Δεν μπορεί π.χ. να λατρεύεται ο μαμωνάς από τους αγάμους με την επιστράτευση κοσμικών κριτηρίων και να δαιμονοποιείται στους έγγαμους με την επιστράτευση πνευματικών κριτηρίων. Ή να ευλογείται η άνεση και η πολυτέλεια στον ανώτερο κλήρο και να καταδικάζονται στους ιερείς με το πρόσχημα της αναγκαιότητας άσκησης και της λιτότητας. Η αντίληψη ότι τα χρήματα είναι μέσα και όχι σκοπός δεν επιτρέπει τη δημιουργία κτημάτων και περιουσιών, τα οποία μάλιστα διαχειρίζονται ανώτατα και ανώτερα στελέχη του εκκλησιαστικού οργανισμού, και μάλιστα όχι προς όφελος των πτωχών και των εμπερίστατων αλλά των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων. Με λίγα λόγια, τα κίνητρα και τα κριτήρια στην εκκλησιαστική ζωή είναι τα ίδια για όλους και ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο για όλους. Κανείς δεν είναι προνομιούχος και σε τίποτε. Στην Εκκλησία όλοι έχουν μόνο υποχρεώσεις και κανείς δικαιώματα και μάλιστα δικαιώματα σε βάρος των άλλων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι σε μια τέτοια Εκκλησία δεν υπάρχουν οι απαραίτητες συνθήκες για αντιπαλότητες, εργασιακούς ολοκληρωτισμούς και συνδικαλιστικούς αγώνες.
2η Υπόθεση: Πώς εξηγείται η συζήτηση για την πιθανότητα ύπαρξης του συνδικαλισμού στην εκκλησιαστική ζωή μετά μάλιστα τη συζήτηση που άνοιξε για συνδικαλισμό στα Σώματα Ασφαλείας και το Στρατό, αλλά και την παρουσία του συνδικαλισμού και σε άλλα περιβάλλοντα λειτουργών, όπως είναι οι εκπαιδευτικοί και οι δικαστικοί.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να συζητήσει για εκκλησιαστικούς συνδικαλισμούς με ιδιαίτερα βέβαια χαρακτηριστικά σε μια Εκκλησία, της οποίας οι υπεύθυνοι έχουν λησμονήσει την αποστολή τους, έχουν μεταλλάξει τους βασικούς κανόνες άσκησης της διακονίας, ενώ έχουν αντιγράψει κοσμικούς τρόπους άσκησής της, μεταβάλλοντας τη διακονία σε εξουσία.
Στην περίπτωση αυτή πρέπει να
- έχουν αναπτυχθεί δυαρχικά σχήματα που ευνοούν την αλληλοδαιμονοποίηση, τη σύγκρουση και τον ανταγωνισμό. Τέτοια σχήματα μπορούν να δημιουργούνται από την οξεία αντίθεση μεταξύ ανώτερου και κατώτερου κλήρου, κυρίως αγάμων και εγγάμων, μοναχών και κοσμοκαλόγερων, κληρικών και λαϊκών.
- Έχει καλλιεργηθεί η δεσποτοκρατία ως μέθοδος διοίκησης, που μεταφράζεται σε συμπεριφορές αυθαιρεσίας στη λήψη αποφάσεων, εξουθένωσης και καταπίεσης των ιερέων, και κυρίως σε μεθοδεύσεις που απαγορεύουν την απόδοση δικαιοσύνης.
- Έχει εμπεδωθεί στο σώμα των ιερέων η αίσθηση της αδιαφορίας των επισκόπων για τις υλικές ανάγκες των ιερατικών οικογενειών και της αντίστοιχης υπέρμετρης φροντίδας για τις επισκοπικές ανάγκες που συχνά δεν δικαιολογείται.
- Έχει καθιερωθεί η αντίληψη ότι η εκκλησία είναι ένα μαγαζί με διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικές επιδιώξεις. Μια τέτοια αντίληψη επιτρέπει στο δυνατό να προβάλει και να επιβάλλει το δικό του συμφέρον σε βάρος των συμφερόντων των άλλων, κάτι που ετοιμάζει το έδαφος για δυναμικές αντιδράσεις και αντιπαλότητες, που όταν πάρουν σχήμα τότε μοιάζουν με συνδικάτα.
Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια συζήτηση ανοίγει όταν το σύνολο των εκκλησιαστικών λειτουργιών έχουν μεταλλαχθεί, κυρίως έχουν εξορθολογισθεί, και όλοι λειτουργούν με κοσμικά κριτήρια, όπως θα συνέβαινε σε κάθε άλλον θεσμό.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η οποιαδήποτε μορφή συνδικαλισμού στο σώμα της Εκκλησίας έχει να αντιμετωπίσει τα παρακάτω προβλήματα:
- το πρόβλημα της διάσπασης που καταλήγει θανατηφόρα για το εκκλησιαστικό σώμα, αφού η εκκλησιαστική ενότητα και συνοχή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του.
- Το πρόβλημα της χρήσης βίας και πίεσης στην οποιαδήποτε μορφή της, αφού είναι γνωστό ότι η χρήση βίας είναι παντελώς ασυμβίβαστη προς το πνεύμα του Χριστού και του ορθόδοξου Χριστιανισμού. Είναι ένα πρόβλημα που δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει και να λύσει ούτε αυτή η Πολιτική Θεολογία που κυριάρχησε στον 20ό αιώνα στη Δύση και στόχευε στην επανάσταση τόσο στο εσωεκκλησιαστικό όσο και στον εξωεκκλησιαστικό χώρο.
- Το πρόβλημα της εκκοσμίκευσης του χριστιανικού κηρύγματος και των εκκλησιαστικών λειτουργιών στη γενικότερη εκδοχή τους. Συνδικαλισμός στην Εκκλησία σημαίνει αντιγραφή όλων των μεθόδων και χαρακτηριστικών που αυτός ως κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό προϊόν χρησιμοποιεί. Το παράδειγμα της κυπριακής εκκλησιαστικής πραγματικότητας ως προς τις διαδικασίες εκλογής του Αρχιεπισκόπου είναι ενδεικτικό για το τι μπορεί να σημάνει οποιαδήποτε μορφή εκκλησιαστικού τύπου κομματικοποίησης στην εκκλησιαστική ζωή των πιστών.
- Το πρόβλημα των μεθόδων πίεσης για την ικανοποίηση των αιτημάτων. Πώς θα μπορούσαμε π.χ. να φανταστούμε μια αποχή από τα ιερατικά καθήκοντα, μια απεργία δηλαδή ή μια δυναμική εκδήλωση κατά του επισκόπου;
Β. Ως προς τον κοινωνικό- οικονομικό και πολιτικό χώρο δραστηριοποίησης των κληρικών θα λέγαμε ότι η συζήτηση για την οργάνωση ενός συνδικαλιστικού οργάνου μοιάζει περισσότερο λογικοφανής, ίσως και αναγκαία. Οι ιερείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, το δε καθεστώς και η μισθοδοσία τους είναι υπόθεση της πολιτικής και κρατικής εξουσίας. Με δεδομένο ότι οι μεμονωμένες διαμαρτυρίες και οι ατομικές τοποθετήσεις δεν έχουν καμιά δυνατότητα γνωστοποίησης των αιτημάτων και δυναμικής υπεράσπισής τους θεωρείται αναγκαία η συσπείρωση γύρω από ένα συλλογικό όργανο δράσης που θα είχε ως στόχο τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας του ιερατικού αξιώματος, την αντιμετώπιση των διακρίσεων και των αδικιών σε βάρος των ιερέων, την εξασφάλιση ενός δίκαιου και αντίστοιχου προς τους λοιπούς υπαλλήλους μισθό και τη διασφάλιση της ασφαλιστικής κάλυψης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Και μάλιστα σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, όπου όποιος δεν έχει φωνή δεν διασφαλίζει ούτε τα αυτονόητα.
Τελειώνοντας θέλω να επισημάνω ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, καιρούς αποθέωσης της αυθαιρεσίας, της περιφρόνησης και μεταλλαγής των αξιών, της γενικευμένης εκκοσμίκευσης, του κομματισμού, της κοινωνικής αναισθησίας και του κοινωνικού δαρβινισμού η ίδρυση συνδέσμων, όπως ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος, θα πρέπει να θεωρείται ως ευπρόσδεκτη, πρώτα γιατί δεν στρέφεται υποχρεωτικά εναντίον της εκκλησιαστικής παράδοσης και ορθόδοξης πνευματικότητας, και δεύτερον γιατί μπορεί να αποτελεί ένα ακόμη εκκλησιαστικό εργαλείο εκκλησιαστικής παρέμβασης στα τεκταινόμενα. Επιπλέον, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει στους ιερείς να ζητούν οργανωμένα από την πολιτεία τα αυτονόητα, αυτά που και άλλες κατηγορίες υπαλλήλων απαιτούν, πολύ περισσότερο, όταν στην κρατούσα λογική τα αυτονόητα αποδίδονται όχι σ’ αυτούς που απλά τα αναμένουν, αλλά σ’ αυτούς που τα διεκδικούν, κατά το γραφικό «κρούετε, και ανοιγήσεται»[13] ή «αιτείτε και λήψεσθε»[14].
________________________________________________________
[1] Βλ. περισσότερα ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, «Εργασιακός ολοκληρωτισμός», στο Παίγνια Εξουσίας, Αθήνα 2006, σ. 123 εξ.
[2] Βλ. ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΊΔΗ, Προβληματισμοί χριστιανικού ήθους, Αθήνα 2002, σ. 292 εξ.
[3] Μάρκ. 10,45.
[4] Βλ. Ιωάν. 21, 15 εξ.
[5] Εβρ. 5,4.
[6] Ρωμ. 9,16.
[7] Ματθ. 6, 25 εξ.
[8] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Όροι κατά πλάτος 42, PG 31, 1252ab
[9] Εφες. 4,12.
[10] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΒΕΠΕΣ 58, 264.
[11] Βλ. σχετικά ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Προβληματισμοί χριστιανικού ήθους, Αθήνα 2002, σ. 297 εξ.
[12] Βλ. στο ίδιο, σ. 301 εξ.
[13] Ματθ. 7,7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου