τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τόν τελευταῖο καιρό ἀντιμετωπίσαμε πρωτόγνωρα γεγονότα μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ νέου ἰοῦ (covid-19), καί ἐπέπεσε φόβος καί τρόμος «πάσῃ τῇ κτίσει». Ἡ ἀσθένεια καί ὁ θάνατος πού τήν ἀκολουθεῖ προκάλεσε δικαίως τόν φόβο τοῦ θανάτου.
Ἐπίσης, ὡς Χριστιανοί δοκιμάσαμε μεγάλο πόνο ἀπό τό κλείσιμο τῶν Ναῶν μας, πού συμπεριλαμβάνεται μέσα στά μέτρα γιά τήν μή διάδοση τοῦ θανατηφόρου ἰοῦ. Ὅλοι, Κληρικοί καί λαϊκοί, πονέσαμε περισσότερο ἀπό τό ὅτι δέν μποροῦμε ἐλεύθερα νά πᾶμε στούς Ἱερούς Ναούς, καί μάλιστα νά τούς βλέπουμε κλειστούς καί νά μή γίνεται θεία Λειτουργία, πού εἶναι τό μεγαλύτερο πού γίνεται στήν γῆ, ἀφοῦ ἡ θεία Λειτουργία εἶναι «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», εἶναι βίωση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως, καί τά δύο αὐτά γεγονότα πιστεύω ὅτι εἶναι πρόσκαιρα. Ὕστερα ἀπό λίγο μπορεῖ ὁ νέος αὐτός ἰός νά μήν εἶναι τόσο ἀπειλητικός, γιατί θά βρεθοῦν τά φάρμακα ἄμεσης καί ἔμμεσης θεραπείας καί τό ἐμβόλιο, ὅπως ἔγινε μέχρι τώρα γιά διάφορες ἄλλες μολυσματικές ἀσθένειες. Ἀλλά καί τό κλείσιμο τῶν Ἱερῶν Ναῶν θά εἶναι πρόσκαιρο, γιατί πολύ γρήγορα θά δοθῆ ἡ δυνατότητα νά τελοῦνται θεῖες Λειτουργίες, νά ὑπάρχη ἐλεύθερη πρόσβαση στούς Χριστιανούς νά προσευχηθοῦν καί νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Καί τά δύο αὐτά πιστεύω θά διορθωθοῦν. Ἐκεῖνο, ὅμως, τό ὁποῖο περισσότερο πλήγωσε τήν καρδιά μας, τραυμάτισε τήν ἐκκλησιολογική μας εὐαισθησία εἶναι ὅτι μερικοί ἀμφισβήτησαν τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δῆθεν μέσα ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ μεταφέρονται ἰοί καί μικρόβια, ἐνῶ ἡ πείρα τῶν αἰώνων ἀπέδειξε τό ἐντελῶς ἀντίθετο.
Καί δέν μᾶς πλήγωσαν μόνον οἱ «ἀλειτούργητοι» καί οἱ «ἀκοινώνητοι» πού τόλμησαν νά ἀσεβήσουν στό Ἅγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά περισσότερο μᾶς πλήγωσαν οἱ δῆθεν θεολόγοι καί θεολογοῦντες πού στοχάσθηκαν μέ τήν λογική καί τήν φαντασία τους πάνω σέ αὐτό τό μέγα Μυστήριο.
Αὐτό ἦταν πού μᾶς ὁδήγησε, μέ τούς συνεργάτες μου, νά ἀσχοληθοῦμε μέ σοβαρότητα μέ τό θέμα αὐτό. Ἔτσι, μαζί μέ τούς συνεργάτες μου καταρτίσαμε ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν Θεία Κοινωνία» καί ὑπότιτλο «Τοποθέτηση σέ τρέχουσες θεολογικές ἀντιρρήσεις καί καταγραφή ἐκκλησιαστικῶν πηγῶν γιά τήν Θεία Κοινωνία», πού ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη ἤτοι: «Α΄ Μέρος – Θεολογική τοποθέτηση σέ σύγχρονες θεολογικές ἀντιρρήσεις», «Β΄ Μέρος – Ἡ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν Θεία Κοινωνία», καί τά συμπεράσματα.
Φέρουμε εἰς γνώση τοῦ πιστοῦ λαοῦ αὐτήν τήν ἐργασία, ὥστε νά ἀντιμετωπισθῆ ἕνας βλάσφημος «θεολογικός ἰός», πού τολμᾶ νά εἰσέλθη μέσα στήν Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί στήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν Θεία Κοινωνία
Τοποθέτηση σέ τρέχουσες θεολογικές ἀντιρρήσεις καί καταγραφή
ἐκκλησιαστικῶν πηγῶν γιά τήν Θεία Κοινωνία
Εἰσαγωγικά περί τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε
Θά παρατεθοῦν κάποια ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε μέ τίτλο: Δογματική: Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, διότι ἀναφέρονται στήν σύνδεση θείας Λειτουργίας, Εὐχαριστίας καί Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Νέος:
«Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τοῦ θεανθρώπινου ρεαλισμοῦ. Ἀπό τήν σάρκωση τοῦ Λόγου, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός κατέστη ἡ πλέον προφανής, ἀθάνατη, αἰώνια πραγματικότητα ὅλων τῶν κόσμων καί, ἰδιαιτέρως, τῶν ἀνθρωπίνων κόσμων μας. Μεθ' ἡμῶν ὁ Χριστός: «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός/ Ἐμμανουήλ», αἰωνίως μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός. Ὁ πειστικότερος μάρτυς αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Οὐσιαστική ταυτοσημία: Ἐκκλησία ἐν Εὐχαριστίᾳ, Εὐχαριστία ἐν Ἐκκλησίᾳ. Ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Θεάνθρωπος, ἀπουσιάζει καί ἡ Ἐκκλησία, ἀπουσιάζει καί ἡ Εὐχαριστία. Ὁτιδήποτε ἀποκλίνει ἀπό αὐτό ἀποτελεῖ αἵρεση, μή Ἐκκλησία, ἀντι-ἐκκλησία, ψευδο-ἐκκλησία.
Ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἡ καθολική ἑνότητα, ἀλλά καί ἡ ἑνότητα τῆς καθολικότητας. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν Εὐχαριστία ὡς Σῶμα Χριστοῦ: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν, οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν»1 . Ναί, «ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» καί τοῦτο ὑπό μίαν Κεφαλή, τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Γι' αὐτό καί ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσι, Ἐκεῖνος «ἐστί πρό πάντων, καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε»2.
Ἡ εὐαγγελία γιά τό ἀνθρώπινο γένος εἶναι μοναδική: ἡ Μετάληψη εἶναι τό ἱερό μυστήριο κατά τό ὁποῖο ὁ χριστιανός δέχεται, ὑπό τήν μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, τό ἴδιο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνενώνεται μέ Ἐκεῖνον, λαμβάνει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί τήν ὑπόσχεση τῆς αἰωνίου ζωῆς3…
Αὐτό τό ἱερό μυστήριο, λόγῳ τῆς ἀπροσμέτρητης σπουδαιότητάς του, ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς οὐσιωδέστερης χριστιανικῆς λατρείας, τῆς Θείας Λειτουργίας. Κατά τήν διάρκειά της ὁ προσφερόμενος ἄρτος καί οἶνος, διά τῆς ἐπικλήσεως καί τῆς ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθαγιάζονται καί μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Κάθε μέλος τῆς τοῦ Χριστοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός μπορεῖ νά προσέλθη στό ἱερό μυστήριο τῆς Μεταλήψεως, ἀπό τό βρέφος ὡς τόν γέροντα4…
Τό Θεῖο Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ θεανθρώπινη δύναμη ἡ ὁποία ἐξαγιάζει, καθαίρει, μεταμορφώνει, χριστοποιεῖ, ἐκκλησιοποιεῖ, θεανθρωποποιεῖ, τριαδοποιεῖ καί σώζει. Γι' αὐτό καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ ἐν τῷ αἵματι τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ Καινή Διαθήκη. Αὐτή Διαθήκη ἐπεκτείνεται, εὐχαριστιακῶς, στό Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συνενώνοντας διά τοῦ Θεανθρώπινου αἵματος, ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας. Ἐπειδή, ἑνώνοντας τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεάνθρωπο αὐτό τό πανάγιο Αἷμα ἑνώνει διά τοῦ Θεανθρώπου καί ἐμᾶς μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Εἶναι ὁλοφάνερο ἱστορικό γεγονός ὅτι ἡ ὀρθή, ἀληθινή, ἀθάνατη ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἀνθρώπους ὑπάρχει διά τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Θεός εἶναι ἐγγύτερος στόν κάθε ἄνθρωπο ἀπό ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ἐγγύτερος σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό ὅ,τι οἱ ἴδιοι στούς ἑαυτούς τους. Γι' αὐτό καί χωρίς τόν Θεό, χωρίς τόν Θεάνθρωπο, χωρίς τήν συγγένεια αἵματος καί τήν συνένωση μέ Ἐκεῖνον, γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει ἑνότητα μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί μέ τούς ἀνθρώπους γύρω του. Καί τούτη ἡ συγγένεια αἵματος, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄνθρωπο, πραγματώνεται στό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία, καί μέ ἰδιαιτέρως ρεαλιστικό καί ἐμπειρικό τρόπο κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, στήν Μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ5…
Περί αὐτῆς τῆς θεανθρωπίνης πραγματικότητας ὁ θεόσοφος Καβάσιλας εὐαγγελίζεται «ἡ Ἐκκλησία καταδεικνύει τόν ἑαυτό της μέσα στά ἱερά μυστήρια (τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ), ὄχι ὅπως μέσα ἀπό σύμβολα, ἀλλά ὡς μέλη στήν καρδιά καί ὡς κλάδοι στήν ρίζα τοῦ δένδρου καί, κατά τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅπως ἡ ἄμπελος καί τό κλῆμα». Γιατί ἐδῶ δέν πρόκειται μόνον περί κοινωνίας καί ἀναλογιῶν κατά τήν ὁμοιότητα, παρά ταυτότητα. Γιατί αὐτά τά μυστήρια εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί τοῦτο ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή τροφή καί πόση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτή, μεταλαμβάνοντας Αὐτῶν, δέν τά μεταβάλλει σέ Σῶμα ἀνθρώπινο, ὅπως συμβαίνει μέ τήν ἀνθρώπινη τροφή, παρά ἡ ἴδια –ἡ Ἐκκλησία- μεταβάλλεται σέ αὐτό τό Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί, ἄν θά μποροῦσε κάποιος νά δῆ τήν Ἐκκλησία, τό κατά πόσο αὐτή ἑνώθηκε μέ Ἐκεῖνον κοινωνώντας τό Σῶμα Του, δέν θά μποροῦσε τίποτε ἄλλο νά δῆ ἀπό τό ἴδιο τό Σῶμα Του. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί ὁ Παῦλος γράφει «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»6»7…
Ἄν ὅλα τά μυστήρια τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς Διαθήκης τοῦ Θεανθρώπου, καί ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, μποροῦσαν νά συνοψισθοῦν σέ ἕνα μυστήριο, τότε αὐτό τό μυστήριο θά ἦταν τό ἱερό Μυστήριο τῆς Μεταλήψεως, τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτό τό μυστήριο μᾶς καταδεικνύει καί μᾶς προσφέρει Ὅλον τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό σέ ὅλον τόν θαυματουργό πλοῦτο τοῦ Θεανθρωπίνου Προσώπου καί τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματός Του, τό ὁποῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία8».
Ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Νέου ἐπαναλαμβάνει μέ ὅλους τούς ἁγίους τήν ταυτότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν θεία Λειτουργία ὡς Εὐχαριστία καί Μετάληψη τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τόν ἑαυτό της, διότι ὁ ἑαυτός της εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός παρατεινόμενος στούς αἰῶνες ὑπάρχει ὄντως στήν θεία Λειτουργία καί προσφέρεται κατά τήν Μετάληψη τῶν Χριστιανῶν. Θεία Λειτουργία σημαίνει τήν πίστη στήν ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ ὡς Σαρκωθέντος Λόγου, πού προσφέρει τόν ἑαυτό Του στούς μεταλαμβάνοντες γιά νά ζήση ὁ κόσμος.
Α΄ Μέρος
Θεολογική τοποθέτηση σέ σύγχρονες θεολογικές ἀντιρρήσεις
1. Ἡ παύση τῆς Θείας Λειτουργίας ὡς ὕψιστη πράξη ἀγαπητικῆς αὐτοκένωσης τῆς Ἐκκλησίας
Ἤδη προτοῦ κλείσουν οἱ Ναοί ἀπό τό Κράτος, προτάθηκε ἡ παύση τῆς Λειτουργίας ἀπό θεολόγους καί μάλιστα ὑπῆρξαν περιπτώσεις Ναῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκλεισαν πρίν κἄν ἡ Σύνοδος πάρη ὁποιαδήποτε ἀπόφαση. Ἡ θεολογική αἰτιολογία τῆς παύσης τῆς Λειτουργίας ἀπό προϊσταμένους τῶν Ναῶν ὑπῆρξε ἡ χριστιανική ἀγάπη ὡς αὐτοκένωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, δηλαδή τήν θεία Λειτουργία, μέ σκοπό νά προστατευτῆ ἀγαπητικά ἀπό κάθε μολυσμό ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
Κατά περίεργη χρονική σύμπτωση παρόμοιος συλλογισμός δημοσιεύθηκε στούς New York Times ἀπό τόν προτεστάντη Ἱερέα καί καθηγητή Dr. Esau McCaulley, ὁ ὁποῖος στό ἄρθρο μέ τίτλο «Ἡ χριστιανική ἀπάντηση στόν Κορωναϊό: Μείνετε Σπίτι» ἔγραψε τά ἑξῆς:
«Μέ τό πρωτοφανές τοῦ κορωναϊοῦ νά ἁπλώνεται ραγδαῖα, αὐτή δέν εἶναι μιά ἐρώτηση γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἄτομα. Ἡ πανδημία ὑποχρεώνει τήν Ἐκκλησία ὡς θεσμό νά ἀναλογισθῆ τόν ρόλο της κατά τήν διάρκεια μιᾶς κρίσης. Ἀρκετές θρησκευτικές κοινότητες ἀναστέλλουν τίς τυπικές λειτουργίες τους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τῶν Ἁγίων τῶν Τελευταίων Ἡμερῶν σταμάτησε τίς ἀκολουθίες της παγκοσμίως. Προσωρινά, ἡ Καθολική ἐκκλησία στή Ρώμη ἔκλεισε τίς πόρτες της ἑρμητικά. Τό ἴδιο ἔγινε σέ μεγάλο βαθμό στήν πολιτεία τῆς Οὐάσιγκτον. Τί πρέπει νά σκεφτοῦμε γι' αὐτά; Ἐγκαταλείπουν οἱ χριστιανοί τήν εὐθύνη τους ἀπέναντι στούς ὑποφέροντες καί τούς ἀσθενεῖς;
Κάποιοι χριστιανοί μπορεῖ νά μποῦν στόν πειρασμό νά κοιτάξουν πίσω στό παρελθόν, τό ὁποῖο παραμένει ζωντανό σέ καιρούς ἀπελπισίας. Ξεκινώντας ἀπό τό 250 μ.Χ. μιά πανώλη πού στήν κορύφωσή της εἰπώθηκε ὅτι σκότωνε 5000 ἀνθρώπους τήν ἡμέρα ρήμαξε τήν Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Οἱ χριστιανοί στάθηκαν στό καθῆκον τους πρός τούς ἀσθενήσαντες. Πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός ἦταν παντοδύναμος καί πάνω ἀπό κάθε ἀρρώστια, ἦταν πρόθυμοι νά διακονήσουν τούς ἀσθενήσαντες ἀκόμη καί μέ τό κόστος τῆς ζωῆς τους. Αὐτή ἡ μαρτυρία κέρδισε πολλούς στό χριστιανικό σκοπό. Πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους καί νά συγκεντρωθοῦμε νά ἑορτάσουμε κατά λόγον καί λατρεία, στήν τελετή, ὅπως ἐπίσης καί ἐπί τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου;…
Ἡ ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κένωσή της κατά κυριολεξία, μπορεῖ νά λειτουργήση ὡς ἕνα σύμβολο ἐμπιστοσύνης τῆς Ἐκκλησίας στή δύναμη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς συναντήση ἀσχέτως τοῦ χώρου. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἡ Ἐκκλησία εἴτε σέ σύναξη εἴτε διασκορπισμένη. Ἐμμέσως, ἀκόμη, μπορεῖ νά μᾶς ὑπενθυμίση τό δῶρο τῆς σύναξης, τό ὁποῖο συχνά κι ἐμεῖς ἀκόμα ἐκλαμβάνουμε ὡς δεδομένο… Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπιδημίας τοῦ AIDS, πολλές Ἐκκλησίες ἔδειξαν τήν ἀλληλεγγύη τους διά τῆς ἀπό κοινοῦ μετοχῆς στόν ἄρτο καί τόν οἶνο μέ τούς μολυσμένους, προκειμένου νά δειχτῆ ὅτι δέν ὑπῆρχε τίποτε γιά νά φοβηθῆ κανείς. Σήμερα , ἴσως πρέπει νά δείξουμε τήν ἀλληλεγγύη μας διά τῆς ἄρνησης τῆς κοινῆς μετοχῆς (στόν ἄρτο καί τόν οἶνο). Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη ἐξιστορεῖ τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ στούς Μαθητές Του στό ἀνώγι πρό τοῦ θανάτου Του. Κατά τήν τελευταία ὁμιλία του, τούς λέγει ὅτι εἶναι καλύτερο νά φύγη, οὕτως ὥστε ὁ Παράκλητος νά ἔλθη. Τό νόημα εἶναι ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς φυσικῆς Του παρουσίας διά μέσου τοῦ θανάτου, τῆς ἀνάστασης καί ἀνάληψης θά ὁδηγήση τούς Μαθητές σέ μιά ἔτι βαθύτερη κοινωνία μέ τό Θεό. Ἀρκούντως παράξενα, εἶναι πιθανόν ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς Ἐκκλησίας θά ἀποτελέση σπουδαία μαρτυρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή φροντίδα τῶν χριστιανῶν πρός τόν συνάνθρωπο»9.
Μιά τέτοια τοποθέτηση εἶναι ἀπολύτως συνεπής μέ τήν προτεσταντική ὁμολογία πίστεως, κατά τήν ὁποία τά Τίμια Δῶρα δέν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀλλά κτιστά σύμβολα πού χρησιμοποιοῦνται πλέον σέ ἐλάχιστες προτεσταντικές ὁμολογίες μέ σκοπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς μνήμης σέ σχέση μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν προστεστάντη Χριστιανό ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ Εὐχαριστία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, οὔτε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν μυστηριακή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στήν λατρεία, διότι ἁπλούστατα τά πάντα εἶναι κτιστά. Γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, μία τέτοια παραδοχή μπορεῖ νά προέλθη ἀπό κάποιον πού δέν πιστεύει στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία. Αὐτός εἶναι ἀκριβῶς ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στόν Προτεσταντισμό εἴτε εἶναι κανείς στό σπίτι εἴτε στήν αἴθουσα ἀνάγνωσης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Μάλιστα σέ καιρούς ἐπιδημίας γίνεται προφανές ὅτι ἡ ἐξίσωση ἀτομικῆς λατρείας καί κοινῆς λατρείας γέρνει ἀπολύτως ὑπέρ τῆς πρώτης ἀφοῦ αὐτό ὁρίζεται ὡς χριστιανική ἀγάπη μέ σκοπό τήν ἀπουσία μετάδοσης ἀσθενειῶν.
Ἐπιστρέφοντας στά καθ' ἡμᾶς, ἡ προτροπή γιά παύση τῆς Λειτουργίας ὡς θυσιαστικῆς ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας προέρχεται καί ἀπό τήν πεποίθηση τῆς μετάδοσης φθορᾶς καί μολυσμοῦ διά τῆς θείας Μεταλήψεως. Οἱ θεολογικές προϋποθέσεις τῆς πεποίθησης ὅτι ἡ θεία Μετάληψη μπορεῖ νά ἀποτελέση φορέα μετάδοσης ἀσθενειῶν βασίζονται στή θεώρηση τῆς φύσης εἴτε κτιστῆς, εἴτε ἄκτιστης ὡς ἑνός ἀναγκαστικοῦ πράγματος ἐπειγόμενου γιά τήν ἀτομική του ἐπιβίωση. Συχνά στά κείμενα τῶν θεολογούντων διαβάζει κανείς ὅτι ὁ Θεός ὡς πρόσωπο ἐλευθερώνεται ἀπό τήν φύση Του καί ὅτι ἡ ἀληθής ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἔκσταση ἀπό τήν φύση του, διότι ἡ φύση ἀποτελεῖ πράγμα ἀνελεύθερο μέ ἀπρόσωπη φορά πρός τήν ἀτομιστική ἐπιβίωση. Μέ δεδομένη τήν ὑποτίμηση τῆς φύσης καί τῶν φυσικῶν, ὡς πραγμάτων πού ἐπείγονται γιά τήν ἀτομική τους ἐπιβίωση, ἡ θεία Μετάληψη παρομοιάζεται μέ ἕνα κοινωνεῖν προσώπων ἐνάντια στό ἐπιβιώνειν τῆς ἀτομιστικῆς φύσεως. Ἀκόμη καί ὁ Θεός ὡς πρόσωπο ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης Του. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποτίμηση τῆς φύσης, ἀκόμα καί τῆς θεϊκῆς, καθιστᾶ τά Τίμια Δῶρα φορεῖς μολυσματικῶν, φθοροποιητικῶν, ἰογενῶν ἐπιδράσεων. Ὡς ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ἑρμηνείας τίθεται ὁ βιολογικός θάνατος τῶν μεταλαμβανόντων, ὅπως καί ὅλων τῶν ὑπολοίπων ἀνθρώπων.
Ἡ θεώρηση τῆς Μετάληψης ὡς κοινωνίας προσώπων σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν ἀναγκαστική φύση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ μόνον στό ἐπιβιώνειν, καθιστᾶ ἀνύπαρκτη τήν ἁγιαστική Χάρη πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται στήν συγκεκριμένη θεώρηση ἡ πλήρης ταύτιση μέ τόν Προτεσταντισμό ἐκ δευτέρου. Ὅπως οἱ προτεστάντες δέν παραδέχονται καμμία φυσική παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν Τιμίων Δώρων, ἔτσι καί οἱ ὑπέρμαχοι μιᾶς κοινωνίας τῶν προσώπων Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἀδειάζουν τίς δύο φύσεις τοῦ σαρκωμένου Λόγου ὡς Σώματος Χριστοῦ, διότι γι' αὐτούς ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος εἶναι σημεῖο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Ἔπειτα, μέ τήν ἐξ ὁρισμοῦ ὑποτίμηση τῆς φύσης καί τῶν φυσικῶν, ὡς πραγμάτων ἐπειγομένων γιά τήν ἀτομιστική τους αὐτάρκεια, οἱ φύσεις τοῦ Χριστοῦ παραμερίζονται ἀπολύτως καί ἔτσι δέν ὑπάρχει κανένα περιθώριο γιά τήν θεοποιό ἐνέργεια τῶν Τιμίων Δώρων. Ὁπότε πολύ φυσιολογικά ἄγονται στήν μετάδοση ἰῶν καί φθορᾶς μέσῳ τῆς θείας Μεταλήψεως.
Ἔτι περαιτέρω, ὅταν ἡ Θεία Κοινωνία ἀποτελεῖ στήν ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων ἁπλῶς σημεῖο, σημάδι, σύμβολο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων Θεοῦ καί ἀνθρώπων, εἶναι ἐξίσου φυσιολογική ἡ ἐξίσωση διατυπώσεων τύπου «προσεύχομαι σπίτι» καί «μετέχω τῆς λατρείας στόν ναό», διότι σημασία ἔχει ἡ κοινωνία τῶν προσώπων καί ὄχι ἡ μετοχή στήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου.
Γιά τόν ὀρθόδοξο Χριστιανό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποτελέση φορέα μόλυνσης καί θανάτου, διότι ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς δέν κληροδοτεῖ φθορά καί θάνατο. Κατά τόν τρόπο πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ φανέρωνε τήν θεία ζωοποιό ἐνέργεια κατά τίς θαυματουργίες, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος ἐνεργεῖ τόν ἁγιασμό τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ θεία Χάρη ἐνεργεῖ διττῶς ἐπί τῶν Τιμίων Δώρων. Ἡ Χάρη ἁγιάζει τά Τίμια Δῶρα καί καθιστᾶ ἁγιαστικά τά Τίμια Δῶρα ὡς ἐνεργοῦντα τόν ἁγιασμό κατά τήν προαίρεση ἑκάστου. Γράφει σχετικά ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας:
«Διττῶς γὰρ λέγεται ἐνεργεῖν ἐν τοῖς τιμίοις δώροις ἡ χάρις, ἕνα μὲν τρόπον καθ’ ὃν αὐτὰ ἁγιάζεται, ἕτερον δὲ καθ’ ὃν ἡ χάρις δι’ αὐτῶν ἡμᾶς ἁγιάζει.
Τὸν μὲν οὖν πρῶτον τρόπον ἐν τοῖς δώροις τὴν χάριν ἐνεργεῖν, οὐδὲν δύναται κωλύειν τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν. Ἀλλὰ καθάπερ ὁ ἁγιασμὸς αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἀνθρωπίνης ἀρετῆς ἔργον, οὕτως οὐδὲν κωλύεσθαι δυνατὸν αὐτὸν ὑπὸ κακίας ἀνθρώπων. Ὁ δεύτερος δὲ καὶ τῆς ἡμετέρας δεῖται σπουδῆς. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπὸ τῆς ἡμῶν κωλύεται ῥᾳθυμίας. Ἁγιάζει γὰρ ἡ χάρις διὰ τῶν δώρων ἡμᾶς, ἐὰν πρὸς τὸν ἁγιασμὸν ἐπιτηδείως ἔχοντας λάβῃ, ἃ δὲ ἀπαρασκευάστοις ἐμπέσῃ, οὔτε ὄφελος ἤνεγκεν οὐδὲν καὶ μυρίαν ἡμῖν ἐνέθηκε βλάβην»10.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα γιά τά Τίμια Δῶρα βρίσκεται σέ συστοιχία μέ τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ ἀνθρώπινη καί ἡ θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ ἀντιδίδει τά γνωρίσματά της στό πρόσωπο τοῦ Σαρκωμένου Λόγου. Ἡ σάρκα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄν καί θνητή πρό τῆς Ἀνάστασης ἀπέβαλε τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα μέ τήν Ἀνάσταση καί ἐκχέει τό πλήρωμα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τῆς θεότητας. Ἡ Σάρκα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ζωοποιός καί ἐνεργεῖ τά τῆς θεότητος ὄχι ἀφ' ἑαυτῆς, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως.
Ἀντιστοίχως Ἡ ἐνέργεια τῆς θεότητας ἐκπορεύεται ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος εἶναι ζωοποιός. Ἁγιάζεται ὁ Ἄρτος καί γίνεται ἁγιαστικός ὡς Σῶμα Χριστοῦ.
Γράφει συναφῶς ὁ ἱερός Δαμασκηνός: «Μεμενήκασι γὰρ καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν αἱ φύσεις ἀσύμφυρτοι καὶ αἱ τούτων ἰδιότητες ἀλώβητοι. Ἡ δὲ τοῦ κυρίου σὰρξ τὰς θείας ἐνεργείας ἐπλούτησε διὰ τὴν πρὸς τὸν λόγον ἀκραιφνεστάτην ἕνωσιν ἤτοι τὴν καθ' ὑπόστασιν οὐδαμῶς τῶν κατὰ φύσιν ἰδίων ὑποστᾶσα ἔκπτωσιν· οὐ γὰρ κατ' οἰκείαν ἐνέργειαν, ἀλλὰ διὰ τὸν ἡνωμένον αὐτῇ λόγον τὰ θεῖα ἐνήργει τοῦ λόγου δι' αὐτῆς τὴν οἰκείαν ἐνδεικνυμένου ἐνέργειαν. Καίει μὲν γὰρ ὁ πεπυρακτωμένος σίδηρος, οὐ φυσικῷ δὲ λόγῳ τὴν καυστικὴν κεκτημένος ἐνέργειαν, ἀλλ' ἐκ τῆς πρὸς τὸ πῦρ ἑνώσεως τοῦτο κτησάμενος. Ἡ αὐτὴ τοιγαροῦν θνητή τε ἦν δι' ἑαυτὴν καὶ ζωοποιὸς διὰ τὴν πρὸς τὸν λόγον καθ' ὑπόστασιν ἕνωσιν»11.
Ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἄρτος σέ ἀναλογία μέ τό παράδειγμα τοῦ πυρακτωμένου σιδήρου πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐκφαίνει τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, διότι ὁ Ἄρτος εἶναι ὁ ἐξ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ σαρκωμένος Θεός Λόγος.
Στά Εὐαγγέλια ὁ Ἰησοῦς Χριστός θεραπεύει τούς ἀρρώστους δι' ἁφῆς σωματικῆς ἐκφαίνουσας τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς θεότητας. Στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο διαβάζει κανείς «Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη»12. Ἡ ἁφή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δηλαδή ἡ ἐνέργεια πού ἐκπορεύεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του, συνεργάζεται μετά τῆς θεϊκῆς Του ἐνέργειας καί ὁ λεπρός θεραπεύεται.
Συναφῶς γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Θεόν σεσαρκωμένον καί τελείως δι᾿ ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντα, θεϊκῶς ἅμα καί ἀνθρωπικῶς τόν αὐτόν ἐνεργοῦντα, ἔφυσεν, ὡς οὐ λόγῳ μόνον, καί τοῖς θεοπρεπέσιν ἐπιτάγμασιν, ἐνεργός εὑρίσκεται ὁ Σωτήρ ἐν τῷ τούς νεκρούς διανιστᾷν καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν· ἀλλά συνεργάτιν ὥσπερ τινά πρός τοῦτο δή μάλιστα τήν ἁγίαν αὐτοῦ παραλαμβάνειν ἠπείγετο σάρκα· τοῦτο ποιῶν μέν ὡς Θεός τῷ παντουργῷ αὐτοῦ προστάγματι· ζωοποιῶν δέ αὖ πάλιν καί τῇ ἀφῇ τῆς ἡνωμένης αὐτῷ καθ' ὑπόστασιν ἁγίας σαρκός, ἵνα δείξῃ καί ταύτην ζωοποιεῖν δυναμένην διά τῆς οὐσιώδους αὐτοῦ ἐνεργείας, ἧς ἐστι κυρίως ἡ ἀφή, ἡ φωνή, καί ὅσα τοιαῦτα. Εἶτα, ὡς ἔδειξε τάς φυσικάς ἐνεργείας αὐτοῦ, τοῦ ἐξ ἀμφοῖν συγκειμένου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, σωζομένας τελείως· τήν τῆς θεότητος αὐτοῦ, διά τοῦ παντουργοῦ προστάγματος, τήν δέ τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ, διά τῆς ἀφῆς· παρέστησε ταύτας ἡνωμένας διόλου τῇ πρός ἀλλήλας συμφυΐᾳ καί περιχωρήσει·»13.
Ὁ Ἄρτος λειτουργεῖ ὡς ἡ ζωοποιός Σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Συνδέοντας κανείς τά κείμενα τῶν ἁγίων Μαξίμου καί Δαμασκηνοῦ στήν προοπτική τῶν Τιμίων Δώρων, ὅπως τό πράττει ὁ Καβάσιλας, κατανοεῖ τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, πηγῆς θεώσεως καί ἁγιασμοῦ ψυχῆς τε καί σώματος.
2. Τό αἴτημα γιά παύση τῆς Θείας Λειτουργίας ὡς μεταρρύθμιση καί ἐκσυγχρονισμός κατά τά πρότυπα τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν
Ἀναρωτιοῦνται μερικοί ἄσχετοι ἤ καί ἄθεοι ἀρθρογράφοι, γιατί δέν μεταρρυθμίζεται ἐπιτέλους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν παύση τῆς θείας Λειτουργίας κατά τά πρότυπα τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν λοιπῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν. Ἡ ἀπάντηση εἶναι σχετικά προφανής. Οὔτε τό Βατικανό, οὔτε οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες θεωροῦν τήν Ἐκκλησία ἄκτιστη καί κτιστή, ὡς τόν ἴδιο τόν σαρκωμένο Λόγο. Ἡ θεία Χάρη γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι κτιστή, ἐνῶ οἱ Προτεστάντες δέν δέχονται ἀληθῆ παρουσία Χριστοῦ στά Τίμια Δῶρα. Συναφῶς, τά Τίμια Δῶρα ὅποτε ὑπάρχουν καί ἐφόσον ὑπάρχουν ἀποτελοῦν κτίσματα μόνον.
Ἀντιθέτως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Ὁ Θεός ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπη Του μᾶς ἕνωσε πάλι μέ τήν Ἐκκλησία Του στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνομε στό ἄκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή κι ἐμεῖς οἱ πιστοί νά γίνομε ἄκτιστοι κατά χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος, νά ξεπεράσομε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά «τόν παλαιό ἄνθρωπον» καί νά γίνομε ἔνθεοι. Ὅταν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ζοῦμε τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι πολύ λεπτό θέμα, δέν μποροῦμε νά τό καταλάβομε. Μόνο τό Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά μᾶς τό διδάξει…
Ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Χριστός εἶναι ἕνα. Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται, ἁγιάζεται, ζεῖ μέ τόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ παντοδύναμος, ὁ παντογνώστης, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ στηριγμός μας, ὁ φίλος μας, ὁ ἀδελφός μας. Αὐτός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ἡ βάσις, τό πᾶν. Χωρίς Χριστό, Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει. Νυμφίος ὁ Χριστός· νύμφη ἡ καθεμία ψυχή»14.
Κατά συνέπεια ἡ Λειτουργία εἶναι ἡ ὑπαρκτική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ζωή τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ εἶναι διά τῆς ζωῆς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται στήν Λειτουργία.
Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν νά μήν παύση ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Παύση τῆς θείας Λειτουργίας σημαίνει παύση τῆς πίστης ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τελικά ἡ Πολιτεία ἔχει ἄλλη ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.
Σέ διαφορετικές ἐποχές πανδημιῶν, ἐπειδή τό σύνολο τῆς κοινωνίας πίστευε στόν Ἰησοῦ Χριστό, ἡ σκέψη γιά τήν παύση τῶν ἱεροπραξιῶν ἦταν ἀδιανόητη. Αὐτό μάλιστα παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πλήρη συνείδηση γιά τόν μεταδοτικό χαρακτήρα τῆς μολυσματικῆς ἀρρώστιας.
Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται ἡ πανώλη τῶν Σερρῶν τοῦ 1642, ἡ ὁποία θέρισε τήν περιοχή τῶν Σερρῶν μέ 12000 νεκρούς σέ λιγότερο ἀπό ἕνα ἔτος15. Πληροφορίες γιά τήν πανώλη παρέχονται στήν χρονογραφία τοῦ παπα-Συναδινοῦ16, ἑνός λογίου ἱερέως, ὁ ὁποῖος τελικά ἐγκατέλειψε τό ποιμνιό του ἀπό τόν φόβο τῆς πανούκλας.
Ὁ συγγραφέας Χ. Βουρουτζίδης μέ ἀναφορές στήν χρονογραφία τοῦ παπαΣυναδινοῦ γράφει σχετικά: «Μέ τή λέξη "φευγία" ὁ παπα-Συναδινός ἐννοεῖ τήν ἐθελούσια ἀπομάκρυνσή του ἀπό τούς ἐνορίτες του, προκειμένου νά γλυτώσει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς πανούκλας, τήν ὁποία ὀνομάζει στό ἔργο του "ὀργή Κυρίου, καί εἴτις παραμερίση ἐγλυτώνει" σέ ἀντίθεση μέ ἄλλους ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως Σερρῶν πού, ὄχι μόνο ἔμειναν στήν πόλη κοντά στούς ἐνορίτες τους μά, μέ προφανῆ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, ἔθαβαν καί τά θύματα τῆς πανώλης. Μνημονεύει ὁ παπαΣυναδινός τούς ἱερεῖς, πού δέν ἐγκατέλειψαν τούς ἐνορίτες τους: τόν παπά Ἐζεκιήλ τόν Σιναΐτη καί τόν παπά Γεώργη τοῦ Κυριαζῆ, πού τελικά χτυπήθηκαν ἀπό τήν πανούκλα. Τούς ἱερεῖς: παπά Γεράκο καί παπά Μπατζή τοῦ Κομνιανάκη πού ἔθαβαν τούς νεκρούς χωρίς νά ἀρρωστήσουν17… Ὁ "χρονογράφος" τῶν Σερρῶν ζεῖ τό 1641 στήν πόλη τῶν Σερρῶν… θαυμάζει τήν αὐτοθυσία ὅσων ἱερέων συμπαραστέκονται στή δυστυχία τοῦ χριστεπώνυμου ποιμνίου τους, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ παπά κύρ Γεράκος, πού "θάφτη εἰς ὅλον τό κάστρον". Ὁ παπα-Συναδινός τόν ἐπαινεῖ λέγοντας: "καί καλά ἔκαμεν εἰς τούς ἐπτωχούς· καλή ἐλεημοσύνη εἶναι" ὅμως, τρομοκρατημένος ἀπό τήν πανούκλα καί, προφανῶς ἀπομονωμένος στήν οἰκία του, ἀντί νά ἐπωμισθεῖ τίς εὐθύνες τοῦ ὁμόδοξου συμπολίτη καί ἰδιαίτερα τοῦ ὀρθόδοξου ἱερέα, διερωτᾶται: "Ἀμή ἄν ἐπεθήνησκεν <ὁ Παπαγεράκος> ἄρα γε τά παιδία τοῦ τά ἀνήλικα πού ήθελεν νά τά ἀφήση ὁποῦ δέν ἔχει τίποτες;"18».
Ἐξίσου χαρακτηριστική περίπτωση εἶναι ἡ πανώλη τῆς Κέρκυρας τοῦ 1629. Ὁ Λαυρέντιος Σ. Βροκίνης στό βιβλίο του Περί τῶν ἐτησίως τελουμένων ἐν Κερκύρᾳ Λιτανειῶν τοῦ Θ. Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καί τῆς ἐν ἔτει 1716 πολιορκίας τῆς Κέρκυρας ἱστορική ἐπιτομή γράφει σχετικά: «Ἡ Βαϊοφόρος Λιτανεία τοῦ Ἁγίου, τελεῖται εἰς ἀνάμνησιν τῆς διά θαύματος αὐτοῦ ἀπολυτρώσεως τῆς νήσου ἐκ τῆς πανώλους (θανατικοῦ), ἐξ ἧς σπουδαίως ἐκινδύνευσαν πάντες οἱ κάτοικοι αὐτῆς κατά τούς μήνας Ὀκτώβριον καί Νοέμβριον τοῦ ἔτους 1629… ὅτε ἡ φθοροποιά αὐτή νόσος, κατεμάστιζεν ἁπάσας τάς νήσους τοῦ Ἰονίου Πελάγους καί ὁλόκληρον τήν Ἰταλίαν ἐξ ἧς εἶχε μεταδοθεῖ καί εἰς τήν ἡμετέραν νῆσον… Μεθ' ὅλων τῶν αὐστηροτάτων προφυλακτικῶν μέτρων ἅτινα ἡ ἐγχώριος Διοίκησις μετεχειρίσθη τότε πρός καταστολή τῆς νόσου, δαπανήσασα χίλια Δουκάτα διά τάς ἐπελθούσας ἀνάγκας, ἀπό τῆς ἡμέρας ἐκείνης διαρκῶς ἀπέθνησκαν ἄνθρωποι. Ἅπας ὁ Λαός προσέδραμεν εἰς τόν ναόν τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, μετά δακρύων δέ δεηθείς εἰς τόν Ἅγιον τήν, διά τῆς θείας αὐτοῦ παρά τῷ Ὑψίστῳ μεσιτείας, διαφύλαξιν τῆς νήσου ἐκ τῆς θανατηφόρου ἐκείνης ἀσθενείας, αὕτη περιωρίσθη τότε εἰς μόνον 60 ἄτομα ἅτινα ἀρχικῶς προσβληθέντα εἶχον ἀποβιώσει. Διηγεῖται τότε ὁ ζῶν ἱστορικός Μαρμαράς, ὅτι πλεῖστοι μεμολυσμένοι ἀσθενεῖς, ἰδόντες κατ' ὄναρ τόν Ἅγιον ὑποσχόμενον εἰς αὐτούς Σωτηρίαν, ἐσώθησαν, καί ὅτι καθ' ἅς νύκτας ἐμαστίζετο ἡ πόλις ὑπό τῆς ἀσθενείας, ἐφαίνεται ἐπάνω τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου φῶς, ἐν εἴδει λυχναρίου, ὅπερ διαρκῶς ἔβλεπαν εἰς τά φρούρια νυκτερινοί σκοποί. Ὀλίγον κατ'ὀλίγον ἠλαττώθησαν ἔκτοτε μέχρι τῆς ἡμέρας τῶν Βαΐων, ὁπότε κατέπαυσεν ὁλοσχερῶς ἡ νόσος, οὐδενός ἀποβιώσαντος, οὐδέ προσβληθέντος. Διό τῇ ἡμέρᾳ τῶν Βαΐων τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἐλιτανεύθη ἐκτός τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου τό λείψανον αὐτοῦ κατ' αἴτησιν τῆς Ἐγχωρίου ἀρχῆς, δηλαδή τῶν Συνδίκων, οἵτινες συνέλεξαν, κατά τό λέγειν τοῦ ἱστορικοῦ Μαρμαρά, πεντακισχίλια Δουκάτα πρός ὡραϊσμόν τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου καί δι' ἀναφορᾶς τῶν πρός τούς Ἑνετούς διοικητάς τῆς νήσου, προκάλεσαν τό ὑπό χρονολογίαν 21 Ἰουνίου 1630 θέσπισμα περί τῆς ἀνά ἕκαστον ἔτος λιτανεύσεως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος»19.
Ἔπροσθεν τῆς φρικωδίας τοῦ θανάτου κάθε κοινωνική, ταξική διαστρωμάτωση κατέρρεε ἀπό μόνη της καί πλούσιοι, φτωχοί γινόταν ἀξεχώριστοι στίς λιτανεῖες τῶν Ἁγίων καί τῆς παράκλησης γιά τήν ἀποσόβηση τοῦ θανάτου: «Σέ ἀντίθεση μέ τίς τελετές πολιτικοῦ χαρακτήρα, ἐκεῖνες πού συνδεόταν μέ ἀπρόοπτα γεγονότα, προωθοῦσαν τήν ἰδέα τῆς ἑνότητας καί τῆς ἐμφάνισης ὅλων τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας ὡς ἕνα καί μόνον σῶμα. Αὐτό, ὡστόσο, πού πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι ἡ διαφορά στή δομή μιᾶς λιτανείας πού γινόταν ὅταν ἡ ἐπιδημία βρισκόταν σέ πλήρη ἐξέλιξη καί μιᾶς ἄλλης πού ὀργανωνόταν μέ ἀφορμή τή λήξη της. Στήν πρώτη περίπτωση ἡ ἀνάδειξη τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας ὑποβαθμιζόταν, δίνοντας τή θέση της σέ μιά πορεία ὅμοια μέ ταξίδι προσκυνήματος… Βεβαίως, ἡ πραγματικότητα τῆς διαστρωμάτωσης δέν ἐξέλειπε ἐντελῶς, ὅμως ἡ ὁμαδική παράκληση γιά τή θεία ἐπέμβαση ἔτεινε νά καλύψει τίς διαφορές. Ἀντίθετα, ὅταν οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές λάμβαναν χώρα μετά τό τέλος ἑνός λοιμοῦ, ἤ ὅταν μέ τήν ἴδια ἀφορμή, καθιερωνόταν σέ ἐτήσια βάση, τό τυπικό ἄλλαζε ἐντελῶς»20.
Ἐξίσου ἐντυπωσιακό εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ λιτανεῖες γινόταν μέ ὀργάνωση καί παρότρυνση τῶν δημοσίων ἀρχῶν: «Στήν Κέρκυρα, γιά παράδειγμα, τό 1630, ἀπόφαση τοῦ συμβουλίου τῆς πόλης προέβλεπε τήν ἐπιβολή προστίμου 20 δουκάτων στούς ἐπικεφαλῆς τῶν ἀδελφοτήτων (ὀρθοδόξων καί καθολικῶν) σέ περίπτωση ἄρνησής τους νά συμμετάσχουν στήν περιφορά τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ἡ ὁποία γινόταν μέ ἀφορμή τή σωτηρία τῆς πόλης ἀπό τόν κίνδυνο τῆς νόσου. Ἡ διαδρομή πού ἀκολουθοῦσαν οἱ πιστοί πίσω ἀπό τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου, περιέκλειε ὁλόκληρο σχεδόν τό τειχισμένο μέρος τῆς πόλης, θέτοντας ἔτσι συμβολικά τόν ἀστικό οἰκισμό κάτω ἀπό τήν προστασία του μαζί μέ ὅλους τούς ἐκπροσώπους τῆς τοπικῆς κοινωνίας»21. Ὅλες οἱ παραπάνω περιπτώσεις μαρτυροῦν τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν ὅτι ὁ Κύριος κάθε δημιουργίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μόνος πού καθορίζει καθολικά τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν.
Χριστιανοί ἀρθρογραφοῦντες ἰσχυρίστηκαν πώς ἡ πανώλη τοῦ 3ου αἰώνα στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία φανέρωσε τό γνήσιο χριστιανικό ἦθος, διότι οἱ Χριστιανοί ἔπαιρναν πάνω τους τόν θάνατο ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, ἐνῶ ἡ σημερινή πρακτική συμμετοχῆς τῶν ἀνθρώπων στίς ἀκολουθίες εἶναι ἀντιχριστιανικό ἦθος, διότι σπέρνει τόν θάνατο μέσῳ τοῦ μολυσμοῦ. Ἀτυχῶς, ἡ συγκεκριμένη ἑρμηνεία γίνεται μέ πολύ ρηχές προϋποθέσεις. Οἱ Χριστιανοί πού φρόντιζαν τούς ἀρρώστους, γνωρίζοντας μάλιστα τήν μεταδοτικότητα τῆς πανώλης καί τελικά ἀρρώσταιναν οἱ ἴδιοι ὡς περιθάλποντες, εἶχαν οἰκογένειες καί ζοῦσαν ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους. Μέ τήν λογική τῶν σημερινῶν θεολογούντων ἐγκληματοῦσαν, διότι ἡ βοήθεια τῶν ἀσθενῶν ἀπό τούς ἀκτιβιστές ἀποτελοῦσε βιολογική βόμβα γιά τίς ἴδιες τίς οἰκογένειες τῶν ἀκτιβιστῶν περιθαλπόντων, ὅπως ἐπίσης καί γιά τό κοντινό περιβάλλον τους. Μέ τήν ἴδια λογική –ἄπαγε τῆς βλασφημίας– ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγκληματοῦσε ὡς ἀσπαζόμενος τούς λεπρούς, διότι θά μποροῦσε νά μεταδώση τήν λέπρα στό κοντινό του περιβάλλον, ἀφότου τήν κολλοῦσε ὁ ἴδιος.
Τό κείμενο τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας πού περιγράφει τήν συμπεριφορά τῶν Χριστιανῶν ὡς ζωντανῆς θυσίας γιά τόν κάθε ἄρρρωστο σχετίζεται μέ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ἡ πανώλη προέκυψε κατά τήν περίοδο τοῦ Πάσχα καί ἀφότου εἶχε ἤδη προκληθῆ ἄγριος διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι συνέχιζαν νά τελοῦν τήν θεία Λειτουργία καί νά εἰρηνεύουν ἐν Χριστῷ. Μέσα στό ἴδιο τό κείμενο ρητῶς ἀναφέρεται ὅτι οἱ Χριστιανοί γιόρταζαν πάντα, τόσο ἐπί τῶν διωγμῶν ὅσο καί ἐπί τῆς πανώλης. Ἡ γιορτή συνδέεται μέ τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν.
Γράφει ὁ Εὐσέβιος πώς ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας ἀπευθυνόμενος πρός τό ποίμνιό του «ἐκ νέου κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα ἀπηυθύνθη πρός αὐτούς μέ γράμματα ἀπό τήν ἴδια τήν Ἀλεξάνδρεια ὡσάν νά ἦτο ἐξόριστος… Ἔπειτα ἀπό αὐτά, ἀφοῦ τόν πόλεμον διεδέχθη ἐπιδημική νόσος καί καθώς πλησίαζε ἡ ἑορτή, πάλιν ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἀδελφούς δι' ἐπιστολῆς περιγράφων τά πάθη τῆς συμφορᾶς διά τῶν λόγων τούτων. "Εἰς μέν τούς ἄλλους ἀνθρώπους τά παρόντα δέν θά ἐφαίνοντο ὅτι ἦτο κατάλληλος καιρός δι' ἑορτήν˙… ὅλα εἶναι θρῆνοι, ὅλοι πενθοῦν καί εἰς τήν πόλιν ἀντηχοῦν στεναγμοί διά τό πλῆθος τῶν ἀποθανόντων καί καθημερινῶς ἀποθνησκόντων. Πράγματι, ὅπως ἔχει γραφτεῖ περί τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων, οὕτω καί τώρα ἔγινε κραυγή μεγάλη, διότι δέν ὑφίσταται οἰκία, εἰς τήν ὁποία δέν ὑπάρχει νεκρός, καί εἴθε νά ἦτο μόνον εἷς… Τρομερά ὑπῆρξαν καί τά προηγουμένως συμβάντα. Πρῶτον μέν ἐδίωξαν ἡμᾶς καί μόνοι ἡμεῖς διωκόμενοι ἀπό ὅλου καί θανατούμενοι ἑορτάσαμεν καί τότε (ἐννοεῖ ὅπως καί τώρα στήν περίοδο τῆς πανώλης), καί κάθε ἰδιαίτερος τόπος τῆς θλίψεώς μας ἀγρός, ἐρημία, πλοῖον, πανδοχεῖον, δεσμωτήριον, ἔγινε δι' ἡμᾶς χῶρος πανηγυρικός, τήν φαιδροτέραν δέ ἀπό ὅλας τάς ἑορτάς ἐτέλεσαν οἱ τέλειοι μάρτυρες, διασκεδάσαντες εἰς τόν οὐρανόν. Μετά ταῦτα δέ ἦλθε πόλεμος καί πείνα, τά ὁποῖα ὑπεφέραμεν μαζί μέ τούς Ἐθνικούς… Μόλις δέ ἀνεπνεύσαμεν ὀλίγον καί ἡμεῖς καί αὐτοί, ἐνέσκηψεν ἡ νόσος αὐτή, πράγμα δι' ἐκείνους φοβερότερον ἀπό πάντα φόβον καί σκληρότερον ἀπό ὁποιαδήποτε συμφοράν καί ὅπως κάποιος συγγραφεύς ἰδικός των εἶπε, τοῦτο ὑπῆρξε πράγμα μοναδικόν καί ἀνώτερον ἀπό κάθε προσδοκίαν˙ εἰς ἡμᾶς ὅμως δέν ὑπῆρξε τόσο φοβερόν, ἀλλ' ἦτο ἄσκησις καί δοκιμασία ὄχι μικροτέρα ἀπό ὁποιανδήποτε ἄλλην…
Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀδελφούς μας ἀψηφοῦντες τόν κίνδυνον διά τούς ἑαυτούς των καί ἀφοσιωνόμενοι εἰς ἀλλήλους ἀπό ὑπερβολικήν ἀγάπην καί φιλαδελφίαν, ἐπισκεπτόμενοι τούς ἀσθενεῖς χωρίς προφύλαξιν, ὑπηρετοῦντες λαμπρῶς, περιποιούμενοι ἐν Χριστῷ, συναπέθνησκον εὐχαρίστως μέ ἐκείνους, μολυνόμενοι μέ τό πάθος ἀπό ἐκείνους καί ἐκλύοντες πρός τούς ἑαυτούς των τήν νόσον ἀπό τούς πλησίον καί λαμβάνοντες εἰς τούς ἑαυτούς των τούς πόνους ἑκουσίως. Πολλοί, ἀφοῦ ἐνοσοκόμησαν καί θεράπευσαν τούς ἄλλους, ἀπέθανον οἱ ἴδιοι, μεταφέροντες εἰς ἑαυτούς τόν θάνατον…
Οἱ ἄριστοι λοιπόν ἀπό τοῦ ἀδελφούς μας ἀπεχώρησαν τοῦ βίου μέ αὐτόν τόν τρόπον, μερικοί πρεσβύτεροι καί διάκονοι καί λαϊκοί, ἐπαινούμενοι μεγάλως, διότι τό εἶδος τοῦτο τοῦ θανάτου, προκαλούμενον ἀπό πολλήν εὐσέβειαν καί ἰσχυράν πίστιν, δέν ἐθεωρεῖτο ὅτι ἀπεῖχε καθόλου ἀπό τό μαρτύριον. Ἐλάμβαναν δέ τά σώματα τῶν ἁγίων μέ ἡπλωμένας τά χεῖρας εἰς τά στήθη, ἐκαθάριζον τούς ὀφθαλμούς, ἔκλειον τά στόματα, τούς ἔφερον ἐπί τῶν ὤμων καί τούς ἐτακτοποίουν˙ ἐγγίζοντες αὐτούς, ἐναγκαλιζόμενοι μέ αὐτούς, στολίζοντες αὐτούς μέ λουτρά καί ἐνδύματα, ἔπειτα ἀπό ὀλίγον ἐπιτύγχαναν τά ἴσα, καί πάντοτε οἱ ἐπιζῶντες ἠκολούθουν τούς προηγηθέντας αὐτῶν. Οἱ δέ Ἐθνικοί ἀκριβῶς τό ἀντίθετον˙ ἀπώθουν καί ἀπέφευγον τούς φιλτάτους μόλις προσεβάλλοντο ἀπό τήν νόσον, τούς ἔρριπτον ἡμιθανεῖς εἰς τά ὁδούς, καί τούς ἀπέρριπτον ὡς σκύβαλα ἀτάφους νεκρούς, ἀποστρεφόμενοι τήν μετάδοσιν καί ἐπαφήν τοῦ θανάτου, τήν ὁποίαν δέν ἦταν εὔκολον νά ἀπομακρύνουν, ὅσα μηχανεύματα κι ἄν ἐχρησιμοποίουν"22».
Ἡ θεία Λειτουργία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σταματήση. Ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος ὅλης τῆς δημιουργίας.
Ἡ πρώτη ἀνακοίνωση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν τήρηση τῆς θείας Λειτουργίας τίς Κυριακές 7-8 π.μ., μέ παράλληλες παραινέσεις γιά ἀποχή κάθε εὐπαθοῦς ὁμάδας καί κάθε ἀσθενοῦς, φανέρωσε μέ σαφήνεια τήν σοβαρότητα λήψης τῶν ἐπιστημονικῶν δεδομένων ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ἐν τέλει, ἡ συγκατάθεση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου στήν κρατική ἐντολή γιά θεία Λειτουργία μέ μόνους τούς Λειτουργούς μαρτυρεῖ: πρῶτον, τήν σοβαρή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά ἐπιστημονικά δεδομένα, τά ὁποῖα ἀποτρέπουν τόν συγχρωτισμό τῶν ἀνθρώπων, δεύτερον, τήν πρόνοια τῆς Ἐκκλησίας νά μήν βλασφημηθῆ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Χριστιανῶν ὡς φορέων τοῦ θανάτου στήν κοσμική κοινωνία, τρίτον, τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας πρός ὅλο τόν λαό –Χριστιανούς καί μή– καί μαρτυρεῖ τήν ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας νά λειτουργήση ὠς κομματική μερίδα ἐγείροντας ἐμφυλιακές τάσεις ἐντός τοῦ ἰδίου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
3. Ἡ ἐπίκριση τῆς ἄποψης τῆς Συνόδου καί τῆς μαρτυρίας ἐπισκόπων καί κληρικῶν ὅτι ἡ θεία Κοινωνία δέν μεταδίδει μολυσματικές ἀσθένειες
Μέ ἀφορμή τή χρήση τῆς ἱερῆς λαβίδας, τοῦ μάκτρου καί τῶν ἱερῶν σκευῶν ἐπικράτησε μιά μεγάλη συζήτηση περί μεταδοτικότητας μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Μάλιστα, μέ ἄξονα ἀναφορᾶς τήν θέση ὅτι τά Τίμια Δῶρα ἀποτελοῦν ὑλικά τῆς πεπτωκυΐας φθαρτῆς φύσεως ἔγινε λόγος γιά μονοφυσίτες καί μονοφυσιτισμό τῆς θείας Μεταλήψεως. Ἰσχυρίστηκαν ὁρισμένοι ὅτι εἶναι μονοφυσιτισμός νά λέγεται ὅτι ἡ θεία Κοινωνία δέν μεταδίδει μολυσματικές ἀσθένειες, διότι ἔτσι παραβλέπεται ἡ φθαρτή φύση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου. Κατά τούς ἰδίους ἐπικριτές τῆς Συνόδου, φθαρτός ἄρτος σημαίνει μετάδοση μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Ἑπομένως, γιά τούς ἰδίους ἐπικριτές τό νά ἰσχυριστῆ κανείς ὅτι ὁ Ἄρτος δέν μεταδίδει μολυσματικές ἀσθένειες ἰσοδυναμεῖ μέ θεώρηση τοῦ Ἄρτου ὄντως ἀποκλειστικά θείας φύσης, ἐξ οὗ καί ὁ μονοφυσιτισμός.
Εἶναι γεγονός, ὅτι πλεῖστο μέρος λειτουργῶν ἔχουν βρεθῆ μάρτυρες σέ ἐξωτερικές ἀλλοιώσεις τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου, ὅπως π.χ. τοῦ Ἄρτου τῆς Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ἤ τοῦ Ἄρτου τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁ ὁποῖος φυλάττεται στό ἀρτοφόριο τῆς ἁγίας Τραπέζης κάθε ναοῦ μέ σκοπό τήν Μετάληψη τῶν ἐχόντων ἀνάγκη σέ ὧρες πού δέν γίνεται Θεία Λειτουργία. Τό γεγονός πιθανῆς ἀλλοίωσης τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου μαρτυρεῖ προφανῶς γιά τήν ὑλική του ὑπόσταση, ὡστόσο καθότι ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος εἶναι ἀληθῶς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ εἶναι ἀδύνατον νά ἀποτελέση ἀντικείμενο μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς δέν μπορεῖ νά εἶναι μέσον θανάτου καί φθορᾶς. Ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου βοηθᾶ στήν κατανόηση τοῦ πράγματος. Κατά τόν τρόπο πού πρό τῆς Ἀναστάσεως ἡ παθητή
σάρκα τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε ζωοποιός, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι κτιστός καί πληρωμένος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πέραν αὐτῶν, ὑπάρχουν δεκάδες μαρτυρίες ζώντων καί τεθνεώτων τῶν λειτουργῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κατέλυαν τήν θεία Κοινωνία εἴτε ἐκκλησιάσματος μέ ἐξόχως μολυσματικές ἀσθένειες, εἴτε μέ κάθε εἴδους ζωντανῶν ὀργανισμῶν (ζωϋφίων, ἐντόμων κλπ), οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀτυχήματος συγκεντρωνόταν στό ἱερό Ποτήριο. Ὅλες αὐτές οἱ μαρτυρίες ἐπιβεβαιώνουν τήν θεία Χάρη νά ἐνεργῆ στόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο ὡς ἀπολύτως ἀποτρεπτική κάθε φθορᾶς.
Ἐπίσης ἐνδεικτικός τῶν παραπάνω εἶναι ὁ σχολιασμός τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στόν ΛΒ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης, κατά τόν ὁποῖο, ἄν τά τίμια δῶρα προσβληθοῦν εἴτε ἀπό φυσικές ἀλλοιώσεις εἴτε ἀπό ἀλλοιώσεις μικρῶν ἐμβίων καί αὐτό γίνει ἀντιληπτό πρό τοῦ καθαγιασμοῦ, τότε ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος ἀντικαθίστανται καί ρίπτονται στό χωνευτήριο. Ἀντιθέτως, ἄν εἴτε φυσικές εἴτε ἄλλες ἀλλοιώσεις γίνουν ἀντιληπτές ἐπί τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου μετά τόν καθαγιασμό (π.χ. τοῦ Ἄρτου τῆς Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ἤ τοῦ Ἄρτου τῆς Μεγάλης Πέμπτης), τότε γίνεται ἀποξήρανση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου καί καταλύεται μετά γλυκέος οἴνου χωρίς οὐδόλως νά ριφθῆ στό χωνευτήριο. Εἶναι προφανής ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στά Τίμια Δῶρα ὡς τοῦ ἴδιου τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἐξ ἧς καί ἀπορρέει ἡ πρακτική τῆς κατάλυσης τοῦ Ποτηρίου σέ κάθε περίσταση.
Ἕνα ἄλλο ζήτημα πού συζητήθηκε πολύ ἦταν ὁ τρόπος Μετάληψης διά τῆς λαβίδας, ἡ πιθανή μετάδοση μολυσμοῦ μέσῳ τοῦ μάκτρου, ἐναλλακτικοί τρόποι θείας Μετάληψης κλπ. Ὅλη ἡ συζήτηση σχετικά μέ τό τί κολλάει καί τί δέν κολλάει ἀναφορικά μέ τόν τρόπο μετάληψης εἶναι μιά ἀπολύτως ἀδιέξοδη σχολαστική λεπτολογία. Ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται νά μεταλάβη τόν Ἄρτο τῆς ζωῆς. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς οἰκονομεῖ στόν καθένα μας τί θά συμβῆ καί τί δέν θά συμβῆ, ποιός θά κολλήση, ἄν κολλήση καί πότε θά κολλήση. Δέν μπορεῖ ὁ Χριστιανός νά συμπεριφέρεται ὡς βαριά νευρωτικός καί ψυχαναγκαστικός μέ μικροβιακές ἐμμονές ἔμπροσθεν τοῦ μεγαλύτερου θαύματος τῆς δημιουργίας, τῆς ἴδιας τῆς
ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ὁποία ἀνακαινίζει τό σύμπαν καί καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο σύσσωμο καί σύναιμο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στίς παρακλήσεις σέ διαφόρους ἁγίους περί πανώλης, περί ἀσθένειας κλπ. ὑπάρχει ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ κάθε τρίχα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται κάτω ἀπό τήν θεία Πρόνοια. Ὅλα εἶναι στό χέρι τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὁ Χριστιανός πράττει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τά ὑπόλοιπα ἐμπιστεύεται στήν ἀπόλυτη ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος κατεργάζεται τήν σωτηρία τοῦ καθενός μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως καί Σύνοδοι ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἔθεσαν μιά σειρά προστατευτικῶν μέτρων γιά τούς Χριστιανούς καί τίς εὐπαθεῖς ὁμάδες. Τό ἔπραξαν αὐτό μέ ἐμπιστοσύνη στά ἐπιστημονικά δεδομένα, καθότι καί ἡ ἐπιστημονική πρόοδος ὅταν χρησιμοποῆται σωστά, εἶναι δῶρο Θεοῦ.
Ἐν τούτοις, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σταματήση νά λειτουργῆ. Ἡ θεία Λειτουργία πού γιά ἕνα μικρό διάστημα ὐποχρεώνεται νά τελῆται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν δέν παύει νά εἶναι ἀνοικτή σέ ὅλον τόν κόσμο.
Ἡ εὐχή μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου συνοψίζει τόν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας: «Ἔτι σοῦ δεόμεθα· Μνήσθητι, Κύριε, τῆς Ἁγίας σου Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης, καὶ εἰρήνευσον αὐτήν, ἣν περιεποιήσω τῷ τιμίῳ Αἵματι τοῦ Χριστοῦ σου, καὶ τὸν ἅγιον Οἶκον τοῦτον στερέωσον μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος· Μνήσθητι, Κύριε, τῶν τὰ Δῶρά σοι ταῦτα προσκομισάντων, καὶ ὑπὲρ ὧν, καὶ δι' ὧν, καὶ ἐφ' οἷς αὐτὰ προσεκόμισαν· Μνήσθητι, Κύριε, τῶν καρποφορούντων, καὶ καλλιεργούντων ἐν ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις καὶ μεμνημένων τῶν πενήτων. Ἄμειψαι αὐτούς τοῖς πλουσίοις σου καὶ ἐπουρανίοις χαρίσμασι, χάρισαι αὐτοῖς ἀντὶ τῶν ἐπιγείων, τὰ ἐπουράνια, ἀντὶ τῶν προσκαίρων, τὰ αἰώνια, ἀντὶ τῶν φθαρτῶν, τὰ ἄφθαρτα. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν ἐν ἐρημίαις, καὶ ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις, καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν ἐν παρθενίᾳ, καὶ εὐλαβείᾳ καὶ ἀσκήσει, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ διαγόντων. Μνήσθητι, Κύριε, πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, οὓς ἐδικαίωσας βασιλεύειν ἐπὶ τῆς γῆς. Χάρισαι αὐτοῖς βαθεῖαν καὶ ἀναφαίρετον εἰρήνην, λάλησον εἰς τὴν καρδίαν αὐτῶν ἀγαθὰ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας σου καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ σου, ἵνα ἐν τῇ γαλήνῃ αὐτῶν ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν, ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοὺς ἀγαθούς, ἐν τῇ ἀγαθότητί σου διατήρησον. Τοὺς πονηρούς, ἀγαθοὺς ποίησον ἐν τῇ χρηστότητί σου. Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, καὶ τῶν δι' εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων, καὶ ἐλέησον αὐτοὺς καὶ ἡμᾶς, κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Τὰ ταμεῖα αὐτῶν ἔμπλησον παντὸς ἀγαθοῦ, τὰς συζυγίας αὐτῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ διατήρησον, τὰ νήπια ἔκθρεψον, τὴν νεότητα παιδαγώγησον, τὸ γῆρας περικράτησον, τοὺς ὀλιγοψύχους παραμύθησαι, τοὺς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε, τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε, καὶ σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ, καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ. Τοὺς ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐλευθέρωσον, τοῖς πλέουσι σύμπλευσον, τοῖς ὁδοιποροῦσι συνόδευσον, χηρῶν πρόστηθι, ὀρφανῶν ὑπεράσπισον, αἰχμαλώτους ῥῦσαι, νοσοῦντας ἴασαι. Τῶν ἐν βήμασι, καὶ μετάλλοις, καὶ ἐξορίαις, καὶ πικραῖς δουλείαις, καὶ πάσῃ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ καὶ περιστάσει ὄντων, μνημόνευσον, ὁ Θεός, καὶ πάντων τῶν δεομένων τῆς μεγάλης σου εὐσπλαγχνίας, καὶ τῶν ἀγαπώντων ἡμᾶς καὶ τῶν μισούντων, καὶ τῶν ἐντειλαμένων ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ παντὸς τοῦ Λαοῦ σου μνήσθητι, Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐπὶ πάντας ἔκχεον τὸ πλούσιόν σου ἔλεος, πᾶσι παρέχων τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα. Καὶ ὧν ἡμεῖς οὐκ ἐμνημονεύσαμεν, δι' ἄγνοιαν ἢ λήθην, ἢ πλῆθος ὀνομάτων, αὐτὸς μνημόνευσον, ὁ Θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν, καὶ τὴν προσηγορίαν, ὁ εἰδὼς ἕκαστον ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ. Σὺ γὰρ εἶ, Κύριε, ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ, ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων ἰατρός. Αὐτὸς τοῖς πᾶσι τὰ πάντα γενοῦ, ὁ εἰδὼς ἕκαστον, καὶ τὸ αἴτημα αὐτοῦ, οἶκον, καὶ τὴν χρείαν αὐτοῦ. Ῥῦσαι, Κύριε, τὴν πόλιν καὶ χώραν ταύτην , καὶ πᾶσαν πόλιν, καὶ χώραν, ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, καὶ ἐμφυλίου πολέμου».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὀνομάζει μονοφυσίτη τόν Βαρλαάμ, καθότι δέν δέχεται τήν ὕπαρξη ἄκτιστης σωτηριώδους ἐνέργειας ἐπί τῶν κτισμάτων. Ὁ Βαρλαάμ εἶναι μονοφυσίτης, διότι δέχεται κτιστή τήν θεία Χάρη, ὁπότε ἡ μόνη φύση πού δέχεται εἶναι ἡ κτιστή φύση τόσο τῶν δημιουργημάτων ὅσο καί τῆς Χάριτος. Προσφεύγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στόν ἅγιο Μάξιμο καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀποδείξη τήν ἐνέργεια ὡς φανέρωση τοῦ κάθε ὑπαρκτοῦ. Κατά συνέπειαν, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός, γι' αὐτό ἐνεργεῖ ἀνθρωπίνως καί ἐνεργεῖ θεϊκῶς. Ἑπομένως, ὁ Χριστός ἔχει δύο ἐνέργειες, ἄκτιστη καί κτιστή. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν Βαρλαάμ:
« ”Ἄπαγέ” φησιν, “ἓν γὰρ ἄκτιστόν τε καὶ ἄναρχον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, πᾶσα δὲ ἐνέργεια αὐτοῦ κτιστή”. Τῆς ἀσεβείας· ἢ γὰρ οὐκ ἔχει φυσικὰς καὶ οὐσιώδεις ἐνεργείας ὁ Θεὸς καὶ ἄθεός ἐστιν ὁ τοῦτο λέγων —τοῦτο γὰρ ἄντικρύς φησιν ὅτι οὐκ ἔστι Θεός· οἱ γὰρ ἅγιοι πατέρες φανερῶς λέγουσι, κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον, μήτε εἶναι, μήτε γινώσκεσθαι, χωρὶς τῆς οὐσιώδους αὐτῆς ἐνεργείας τὴν οἱανδήποτε φύσιν—, ἢ οὖν οὐκ εἰσὶν οὐσιώδεις καὶ φυσικαὶ θεῖαι ἐνέργειαι καὶ οὐδὲ Θεός ἐστι λοιπόν, ἢ εἴπερ εἰσὶν ἐνέργειαι θεῖαι, φυσικαὶ καὶ οὐσιώδεις, κτισταὶ δέ εἰσιν αὗται, κτιστὴ ἔσται καὶ ἡ ταύτας ἔχουσα οὐσία τοῦ Θεοῦ· ἧς γὰρ οὐσίας τε καὶ φύσεως αἱ φυσικαὶ καὶ οὐσιώδεις ἐνέργειαι κτισταί, καὶ αὐτὴ ἡ ταύτας ἔχουσα φύσις καὶ οὐσία κτιστὴ καὶ ἔστι καὶ γινώσκεται. Εἰπὲ δή μοι· πόθεν ἐν δυσὶν ἐνεργείαις καὶ φύσεσιν ἔγνωμεν Χριστόν, εἰ μὴ αἱ τοῦ Θεοῦ φυσικαὶ ἐνέργειαι ἔγνωμεν Χριστόν, εἰ μὴ αἱ τοῦ Θεοῦ φυσικαὶ ἐνέργειαι ἄκτιστοί εἰσι;»23.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατηγορεῖ τόν Βαρλαάμ ὅτι μέ τό νά ὀνομάζη κτιστή κάθε ἐνέργεια στόν Θεό εἶναι Χριστομάχος, διότι καταργεῖ τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐξ αὐτῆς τῆς θεότητος ἐνέργεια. Ὁ Βαρλαάμ εἶναι ἐπίσης μονοφυσίτης καί κτιστολάτρης, διότι λατρεύει στόν Χριστό μόνο τήν ἀνθρωπότητά Του καί ἀδειάζει τήν θεότητα τοῦ σαρκωμένου Λόγου: «Οὕτω ταῖς καινοφωνίαις ὁ ταλαίπωρος οὗτος, οὐ τῇ θείᾳ φύσει μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ διὰ σαρκὸς ἐπιδημίᾳ τοῦ Σωτῆρος ἐπηρεάζει καὶ χριστιανοκατήγορος ἐθέλων εἶναι τοῦ χριστιανῶν εὐσεβοῦς πληρώματος ἑαυτὸν ἐξέβαλε, μονοφυσίτης τε καὶ μονοθελήτης καὶ τῶν πώποτε ἀναφανέντων χείρων ὑπὸ τῶν οἰκείων λόγων ἐξελεγχθείς. Εἰ γὰρ πᾶσα ἐνέργεια Θεοῦ, χωρὶς τῆς τὰ πάντα πρώτως ἐνεργούσης οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κατὰ τοὺς ἐκείνου λόγους, χρονικὴν ἔσχεν ἀρχὴν καὶ κτιστή ἐστιν ἐξ ἀνάγκης πᾶσα ἐνέργεια Θεοῦ, λοιπὸν οὐκ εἶχεν ὁ Χριστὸς κτιστὰς καὶ ἀκτίστους ἐνεργείας φυσικῶς, ἀλλὰ κτιστὰς μόνον· μιᾶς ἄρα ἐνεργείας ἦν καὶ ταύτης οὐ θείας, ὡς οἱ κακόδοξοι ἐκεῖνοι ἔλεγον· ὑπὸ γὰρ τὸ κτιστὸν ἅπασαί εἰσιν·»24.
Οἱ βαρλααμικές συνέπειες εἶναι προφανεῖς καί ἐπί τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου. Ἡ παραδοχή μετάδοσης νοσημάτων ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο τόν καθιστᾶ ἀποκλειστικά κτιστό καί μάλιστα φθαρτό. Μηδενίζει τήν ἄκτιστη ἐνέργεια πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Σῶμα τοῦ σαρκωμένου Λόγου καί καθιστᾶ κτιστολάτρη καί φθαρτολάτρη, ὅποιον πιστεύει στήν μετάδοση φθορᾶς ἀπό τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἑπομένως, μονοφυσίτες δέν εἶναι ὅσοι πιστεύουν στήν ἀπουσία μετάδοσης ἀσθενειῶν ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο. Δυστυχῶς, μονοφυσίτες καί φθαρτολάτρες εἶναι ὅσοι πιστεύουν ὅτι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς μπορεῖ νά εἶναι καί πρόξενος φθορᾶς.
Στό ἑπόμενο δεύτερο μέρος θά παρατεθοῦν κείμενα ἁγίων Πατέρων πού τεκμηριώνουν ὅσα μέχρι τώρα ἔχουν ὑποστηριχθεῖ.
Β΄ Μέρος
Ἡ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν Θεία Κοινωνία
1. Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος
Ὁ ἅγιος Ιγνάτιος παραλαμβάνει τήν ἀποστολική μαρτυρία καί ἐπαναδιατυπώνει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»25.
Σέ ἄμεση σύνδεση μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ χαρακτηρίζει τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς ὡς φάρμακο ἀθανασίας. Τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Υἱός Θεοῦ καί υἱός ἀνθρώπου, ὁ ἕνας καί ὁ αὐτός: «συνέρχεσθε ἐν μιᾶ πίστει καὶ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ «κατὰ σάρκα» ἐκ γένους «Δαυίδ», τῷ υἱῷ ἀνθρώπου καὶ υἱῷ θεοῦ, εἰς τὸ ὑπακούειν ὑμᾶς τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ ἀπερισπάστῳ διανοίᾳ, ἕνα ἄρτον κλῶντες, ὅς ἐστιν φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διὰ παντός»26.
Ἡ βεβαιότητα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου γιά τήν Μετάληψη τῆς ζωοποιοῦ σάρκας τοῦ Χριστοῦ φαίνεται σαφῶς ἀπό τό ὅτι ἐπαναλαμβάνει τήν ἀντιδιαστολή μεταξύ τοῦ μάννα τῶν Ἑβραίων καί τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς. Τό καθημερινό ψωμί εἶναι φθαρτό καί ὁδηγεῖ στήν φθορά καί στόν θάνατο. Ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς ὁδηγεῖ στήν ἀθανασία. Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο γίνεται ἄνθρωπος μέ σκοπό τήν ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄφθαρτος Θεός ἀφθαρτίζει τόν φθαρτό ἄνθρωπο ὡς μεταλαμβανόμενος Ἄρτος τῆς Ζωῆς: «Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοὶ πῦρ φιλόϋλον· ὕδωρ δὲ ζῶν καὶ λαλοῦν ἐν ἐμοί, ἔσωθέν μοι λέγον· Δεῦρο πρὸς τὸν πατέρα. Οὐχ ἥδομαι τροφῇ φθορᾶς οὐδὲ ἡδοναῖς τοῦ βίου τούτου. Ἄρτον θεοῦ θέλω, ὅ ἐστιν σὰρξ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τοῦ ἐκ σπέρματος Δαυΐδ», καὶ πόμα θέλω τὸ Αἷμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος»27.
Ἀπέναντι στήν ἀληθῆ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀντιμετωπίζει τούς δοκῆτες γνωστικούς, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά ἀσώματη φανέρωση τοῦ Θεοῦ καί καταργοῦν τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπό τήν πρόσληψη ἀληθοῦς ἀνθρωπότητος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Λόγο. Ἀντίστροφα, οἱ δοκῆτες μή πιστεύοντας στήν ἀληθῆ σάρκωση τοῦ Λόγου δέν πιστεύουν καί στήν ἀλήθεια τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς: «Ταῦτα γὰρ πάντα ἔπαθεν δι' ἡμᾶς, ἵνα σωθῶμεν· καὶ ἀληθῶς ἔπαθεν, ὡς καὶ ἀληθῶς ἀνέστησεν ἑαυτόν, οὐχ ὥσπερ ἄπιστοί τινες λέγουσιν, τὸ δοκεῖν αὐτὸν πεπονθέναι, αὐτοὶ τὸ δοκεῖν ὄντες· καὶ καθὼς φρονοῦσιν, καὶ συμβήσεται αὐτοῖς, οὖσιν ἀσωμάτοις καὶ δαιμονικοῖς»28.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὀμολογεῖ ὅτι μόνον ἡ κράση τῶν ἀνθρώπων μετά τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ στήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου: «Ἐγὼ γὰρ καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐν σαρκὶ αὐτὸν οἶδα καὶ πιστεύω ὄντα. Καὶ ὅτε πρὸς τοὺς περὶ Πέτρον ἦλθεν, ἔφη αὐτοῖς· “Λάβετε, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι οὐκ εἰμὶ δαιμόνιον ἀσώματον.” Καὶ εὐθὺς αὐτοῦ ἥψαντο καὶ ἐπίστευσαν, κραθέντες τῇ σαρκὶ αὐτοῦ καὶ τῷ πνεύματι. Διὰ τοῦτο καὶ θανάτου κατεφρόνησαν, ηὑρέθησαν δὲ ὑπὲρ θάνατον. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασιν συνέφαγεν αὐτοῖς καὶ συνέπιεν ὡς σαρκικός, καίπερ πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί»29.
2. Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Φιλόσοφος καί Μάρτυς
Ἡ Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελεῖ ἕνα γεγονός μεταβολῆς τῶν θνητῶν ἀνθρώπων στήν ἑπόμενη ζωή καί μετά τήν κοινή ἀνάσταση, ἀλλά ἀποτελεῖ ζωοποίηση τῆς φθαρτῆς ἀνθρώπινης σάρκας ἐδῶ καί τώρα πρίν τήν κοινή ἀνάσταση καί τήν Δευτέρα Παρουσία.
Ἑπομένως ἡ Μετάληψη δέν ἔχει χαρακτήρα συμβολικό, οὔτε παραπέμπει ἁπλῶς καί μόνον σέ μιά ψυχική ἀνακαίνιση, ἐνῶ μεταθέτει τήν σωματική μεταμόρφωση ἀποκλειστικῶς γιά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μετάληψη ἀφορᾶ τήν φθαρτή σάρκα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεία Μετάληψη κατεργάζεται τήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς σαρκός καί αἵματος σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ἀπό τήν ἐνθαδική ζωή. Κατά τόν τρόπο πού ὁ Θεός γίνεται ἀληθῶς ἄνθρωπος, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα διά τῆς Μεταλήψεως τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς γίνεται Σῶμα Χριστοῦ.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς: «Καὶ ἡ τροφὴ αὕτη καλεῖται παρ' ἡμῖν εὐχαριστία, ἧς οὐδενὶ ἄλλῳ μετασχεῖν ἐξόν ἐστιν ἢ τῷ πιστεύοντι ἀληθῆ εἶναι τὰ δεδιδαγμένα ὑφ' ἡμῶν, καὶ λουσαμένῳ τὸ ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ἀναγέννησιν λουτρόν, καὶ οὕτως βιοῦντι ὡς ὁ Χριστὸς παρέδωκεν. οὐ γὰρ ὡς κοινὸν ἄρτον οὐδὲ κοινὸν πόμα ταῦτα λαμβάνομεν· ἀλλ' ὃν τρόπον διὰ λόγου θεοῦ σαρκοποιηθεὶς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ σάρκα καὶ Αἷμα ὑπὲρ σωτηρίας ἡμῶν ἔσχεν, οὕτως καὶ τὴν δι' εὐχῆς λόγου τοῦ παρ' αὐτοῦ εὐχαριστηθεῖσαν τροφήν, ἐξ ἧς Αἷμα καὶ σάρκες κατὰ μεταβολὴν τρέφονται ἡμῶν, ἐκείνου τοῦ σαρκοποιηθέντος Ἰησοῦ καὶ σάρκα καὶ Αἷμα ἐδιδάχθημεν εἶναι»30.
3. Ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος
Ἀντιμέτωπος μέ τούς γνωστικούς δοκῆτες ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος καταγράφει τίς συνέπειες τῆς ἄρνησης τῆς ἐνανθρώπησης. Ἄρνηση τῆς ἐνανθρώπησης σημαίνει ἄρνηση τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς καί ἀντίστροφα ἄρνηση τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐνανθρώπησης καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Τό νά θεωρήση κανείς τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς ὡς κομίζοντα τήν φθορά σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τό νά θεωρήση κάποιος τήν ἀνθρώπινη σάρκα πού μεταλαμβάνει τόν Ἄρτο τῆς ζωῆς ὡς ἁπλή σάρκα πού πεθαίνει, αὐτό σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Φυσικά, κάθε ἀνθρώπινη σάρκα ἔχει ὡς τέλος της τόν θάνατο, ἀλλά ἡ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης σάρκας διά τῆς θείας Μεταλήψεως ξεκινάει ἀπό τώρα καί ὁλοκληρώνεται στήν κοινή ἀνάσταση. Ἡ μεταμόρφωση τῆς σάρκας συνίσταται στόν ἁγιασμό της καί στήν δημιουργία προϋποθέσεων γιά τήν κοινή ἀνάσταση. Ἡ δημιουργία ἁγιάζεται διά τῆς μεταβολῆς τοῦ κοινοῦ ἄρτου καί οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Γράφει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος: «Πῶς, ὅμως, θά παραδεχθοῦν αὐτοί ὅτι τό ψωμί πού προσφέρεται στήν Εὐχαριστία, εἶναι τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τους καί τό κρασί μέσα στό Ποτήριο εἶναι τό Αἷμα του, ἐάν δέν παραδέχονται ὡς Υἱό τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου τόν Λόγο του…; Πῶς λέγουν ὅτι ἡ σάρκα μεταβαίνει στήν φθορά καί δέν παίρνει ζωή, ἀφοῦ τρέφεται ἀπό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου καί τό Αἷμα του; Ἤ τήν γνώμη τους ἄς ἀλλάξουν, ἤ ἄς σταματήσουν νά προφέρουν ὅσα εἴπαμε. Ἡ δική μας γνώμη συμφωνεῖ μέ τήν Εὐχαριστία καί ἡ Εὐχαριστία, πάλι, ἐπιβεβαιώνει τήν γνώμη μας. Προσφέρουμε στόν Θεό τά δικά του, κηρύσσοντας πρεπόντως τήν κοινωνία καί τήν ἕνωση καί ὁμολογώντας τήν ἔγερση τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος. Ὅπως τό ψωμί, πού προέρχεται ἀπό τήν γῆ, ὅταν παίρνη καί τήν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι πλέον κοινό ψωμί, ἀλλά Εὐχαριστία πού συνίσταται ἀπό δύο στοιχεῖα, τό ἐπίγειο καί τό ἐπουράνιο, ἔτσι καί τά σώματά μας, ὅταν παίρνουν τήν Εὐχαριστία, δέν εἶναι πλέον φθαρτά, διότι ἔχουν τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ἀναστάσεως.
Προσφέρουμε, λοιπόν, στόν Θεό, ὄχι διότι τάχα ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά διότι τόν εὐχαριστοῦμε διά τήν δωρεά Του καί ἔτσι ἁγιάζουμε τήν δημιουργία»31.
Ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς δέν μπορεῖ κατ' οὐδένα τρόπο νά κληροδοτήσει τήν φθορά. Ἀποδοχή τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς κληροδοτεῖ φθορά, σημαίνει ἄρνηση τοῦ Ἄρτου ὡς αἰώνιας ζωῆς, ὡς ζωοποιοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος πολεμώντας τούς γνωστικούς δοκῆτες, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τόσο τήν ἐνανθρώπηση, ὅσο καί τήν δυνατότητα ἁγιασμοῦ σέ κάθε τί σωματικό, ἐπιμένει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Λυῶνος πώς ἡ Μετάληψη τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς ἀφορᾶ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τήν σάρκα του καί τό αἷμα του καί ὄχι ἀποκλειστικά τήν ψυχή του. Ἐδῶ βρισκόμαστε ἤδη πολύ μακριά ἀπό τήν δυαρχική ἑλληνική φιλοσοφία, στήν ὁποία μόνον ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀληθής ἄνθρωπος. ΓΡΑΦΕΙ:
«Ἐπειδή εἴμαστε δικά του μέλη καί τρεφόμαστε μέ τήν δημιουργία… ὡμολόγησε ὅτι τό θεῖο ποτήριο, πού παίρνουμε ἀπό τήν κτίση, εἶναι δικό του αἷμα, μέ τό ὁποῖο ποτίζει τό δικό μας αἷμα. Καί τό ψωμί, πού παίρνουμε ἀπό τήν δημιουργία, μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι τό Σῶμα του, μέ τό ὁποῖο αὐξάνουν τά δικά μας σώματα. Ὅταν, λοιπόν, καί τό ποτήριο, στό ὁποῖο ἑνώνεται τό κρασί μέ τό νερό, καί ὁ ἄρτος ἐπιδέχονται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τότε γίνεται ἡ θεία Εὐχαριστία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά ὁποῖα αὐξάνει καί συνίσταται ἡ ὑπόσταση τοῦ σώματός μας. Ἑπομένως, πῶς λέγουν ὅτι τό σῶμα μας δέν μπορεῖ νά δεχθῆ τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἀφοῦ αὐτό τρέφεται ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου καί εἶναι δικό του μέλος; Ἔτσι λέγει ὁ μακάριος Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή «ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Δέν τά λέγει αὐτά γιά κάποιον πνευματικό καί ἀόρατο ἄνθρωπο,
«ὅτι πνεῦμα σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει»32, ἀλλά γιά τήν οἰκονομία ἀληθινοῦ ἀνθρώπου μέ σάρκα καί νεῦρα καί ὀστά, πού τρέφεται ἀπό τό ποτήριο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό Αἷμα του, καί αὐξάνει ἀπό τόν ἄρτο, δηλαδή, τό Σῶμα του. Τό ξύλο τῆς ἀμπέλου, ὅταν γείρη στήν γῆ, καρποφορεῖ στόν καιρό του καί ὁ κόκκος τοῦ σίτου, ὅταν πέση στήν γῆ καί διαλυθῆ, ὑψώνεται πολλαπλάσιος μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού συνέχει τά πάντα˙ ἔπειτα μέ τήν σοφία τοῦ Θεοῦ τά χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι καί ἐπιδεχόμενα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ γίνονται εὐχαριστία, δηλαδή Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ἔτσι καί τά σώματά μας, πού τρέφονται ἀπό αὐτήν τήν Εὐχαριστία καί τίθενται στήν γῆ καί διαλύονται σέ αὐτήν, θά ἀναστηθοῦν στόν καιρό τους, διότι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ τούς χαρίζει τήν ἀνάσταση γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός»33.
4. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Καθώς τά Τίμια Δῶρα ἀποτελοῦν ὑλικά τῆς φθαρτῆς δημιουργίας, θά μποροῦσε μέ ἀναφορά στίς φθαρτές ἰδιότητες τῶν Τιμίων Δώρων νά τεθῆ μιά εἰκασία γιά τήν μετάδοση φθορᾶς στά παρόντα σώματα ἀπό τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι μέν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, πλήν ὁ Ἄρτος παραμένει κατά τίς ἰδιότητές του φθαρτός, ὁπότε καί καθίσταται λογική ἡ πιθανολογία τῆς μετάδοσης φθορᾶς ἀπό τόν Εὐχαριστιακό Ἄρτο.
Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν θέση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τήν ἀνάξια μετοχή στήν θεία Μετάληψη, ἐξηγεῖ ὅτι ὁ θάνατος δέν ἔρχεται ἀπό τήν φύση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου, ὡς προξένου θανάτου, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτωλή προαίρεση τοῦ μεταλαμβάνοντος. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος νά εἶναι μεταδοτικός φθορᾶς, διότι εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Ζωή δέν κληροδοτεῖ θάνατο. Ἡ καταδίκη πού ἐπιφέρει ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτό του προσερχόμενος ἀναξίως συνίσταται ἀκριβῶς στήν ἀπουσία ἐπίγνωσης ὅτι μεταλαμβάνει τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς.
Συνεπῶς, ἀγνοώντας ἁμαρτητικά τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, καταδικάζει τόν ἑαυτό του σέ κόλαση ἄγνοιας. Ἀντιστρόφως, ἡ παραδοχή ὅτι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς εἶναι μεταδοτικός φθορᾶς, συνιστᾶ ἄγνοια τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος περιπίπτει στήν ἁμαρτητική ἄγνοια τήν ὁποία περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης σχετικά: «Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, τοῦ Κυρίου κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει. Τί λέγεις; εἰπέ μοι· ἡ τοσούτων ἀγαθῶν αἰτία, καὶ ζωὴν βρύουσα τράπεζα, αὕτη κρῖμα γίνεται; Οὐ παρὰ τὴν αὐτῆς φύσιν, φησὶν, ἀλλὰ παρὰ τὴν τοῦ προσιόντος προαίρεσιν. Ὥσπερ γὰρ ἡ παρουσία αὐτοῦ, ἡ τὰ μεγάλα ἐκεῖνα καὶ ἀπόῤῥητα κομίσασα ἡμῖν ἀγαθὰ, τοὺς μὴ δεξαμένους αὐτὴν μᾶλλον κατέκρινεν· οὕτω καὶ τὰ μυστήρια μείζονος ἐφόδια κολάσεως γίνεται τοῖς ἀναξίως μετέχουσι. Διὰ τί δὲ κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει; Μὴ διακρίνων τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου»34.
Ὁ θάνατος τῶν ἀνθρώπων ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τους καί δέν ἀφορᾶ τήν θεία Εὐχαριστία ὡς φορέα τῆς φθορᾶς. Ἀφορᾶ, ἐν τούτοις, τήν εὐρύτερη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος παρακάτω. Ὁ θάνατος ἔρχεται ὡς αὐτεξούσια παύση τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό.
Γράφει: «Εἰ γὰρ μάθοις ἀκριβῶς τις ποτέ ἐστιν ὁ προκείμενος, καὶ τίς ὢν τίνι ἑαυτὸν δίδωσιν, οὐδενὸς ἑτέρου δεήσῃ λόγου, ἀλλ' ἀρκεῖ σοι τοῦτο εἰς ἅπασαν νῆψιν, εἰ μὴ σφόδρα εἴης ἀναπεπτωκώς. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄῤῥωστοι, καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. Ἐνταῦθα λοιπὸν οὐκέτι ἀπὸ ἑτέρων τὰ παραδείγματα φέρει, ὥσπερ ἐπὶ τῶν εἰδωλοθύτων ἐποίησε, τὰς παλαιὰς διηγούμενος ἱστορίας καὶ τὰς ἐν τῇ ἐρήμῳ πληγὰς, ἀλλ' ἀπ' αὐτῶν τῶν Κορινθίων, ὅπερ καὶ πληκτικώτερον ἐποίει τὸν λόγον. Ἐπειδὴ γὰρ ἔλεγε, Κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει, καὶ, Ἔνοχός ἐστιν, ἵνα μὴ δοκῇ ῥήματα λέγειν, καὶ ἔργα δείκνυσι καὶ μάρτυρας αὐτοὺς καλεῖ, ὅπερ μᾶλλον τοῦ ἀπειλῆσαι καθικνεῖται, τῷ δεῖξαι εἰς ἔργον τὴν ἀπειλὴν ἐξελθοῦσαν. Οὐ μὴν τούτοις ἠρκέσθη μόνοις, ἀλλ' ἀπὸ τούτων καὶ τὸν περὶ τῆς γεέννης εἰσήγαγε καὶ ἐπιστώσατο λόγον, ἀμφοτέρωθεν φοβῶν, καὶ ζήτημα πανταχοῦ περιφερόμενον λύων. Ἐπειδὴ γὰρ πολλοὶ πρὸς ἀλλήλους ἀποροῦσι, πόθεν οἱ ἄωροι θάνατοι, πόθεν αἱ μακραὶ νόσοι, λέγει ὅτι ἐξ ἁμαρτημάτων πολλὰ τούτων τῶν ἀδοκήτων τὴν ὑπόθεσιν ἔχει»35.
5. Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
Στόν ἅγιο Κύριλλο φανερώνεται μέ σαφήνεια μέ ποιόν τρόπο ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς εἶναι πρόξενος ζωοποίησης τόσο τῆς ψυχῆς, ὅσο καί τοῦ σώματος. Ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας μέ ὁμολογία στήν ὑποστατική ταυτότητα τοῦ σαρκωμένου Λόγου ἑρμηνεύει τήν ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἐπίκεντρο τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νέου τῆς Ναΐν καί τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀναφέρεται στήν μία καί συγγενῆ δι' ἀμφοῖν ἐνέργεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ σαρκωμένος Λόγος φέρων πρό τῆς ἀνάστασης φύση παθητή γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ταυτότητος, ἡ ὁποία κάνει δυνατή τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό ἕνα καί μοναδικό Του πρόσωπο, ἐκφαίνει διά τῆς παθητῆς Του (κατ' οἰκονομίαν γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου) σαρκός τήν θεϊκή του ἐνέργεια θαυματουργώντας ἐπί τῆς ἀνθρωπίνης φθορᾶς. Γράφει ὁ ἅγιος: «διὰ γάρ τοι τοῦτο καὶ ἐν τῷ τοὺς νεκροὺς διανιστᾶν, οὐ λόγῳ μόνον, οὐδὲ τοῖς θεοπρεπέσιν ἐπιτάγμασιν ὁ Σωτὴρ ἐνεργῶν εὑρίσκεται, ἀλλὰ συνεργάτην ὥσπερ τινὰ πρὸς τοῦτο δὴ μάλιστα τὴν ἁγίαν αὐτοῦ λαμβάνειν ἠπείγετο σάρκα, ἵνα δεικνύῃ ζωοποιεῖν δυναμένην, καὶ ὡς ἓν ἤδη γενομένην πρὸς αὐτόν. καὶ γὰρ ἦν ὄντως ἴδιον αὐτοῦ, καὶ οὐχ ἑτέρου τὸ Σῶμα. καὶ γοῦν ὅτε τὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου κόριον διανίστη λέγων “Ἡ παῖς ἔγειραι”, ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καθὰ γέγραπται· ζωοποιῶν μὲν ὡς Θεὸς, τῷ παντουργῷ προστάγματι· ζωοποιῶν δὲ αὖ πάλιν καὶ διὰ τῆς ἁφῆς τῆς ἁγίας σαρκὸς, μίαν τε καὶ συγγενῆ δι' ἀμφοῖν ἐπιδείκνυσι τὴν ἐνέργειαν. ἀλλὰ καὶ ὅτε εἰσεπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναῒν, καὶ “ἐξεκομίζετο μονογενὴς υἱὸς “τεθνηκὼς τῇ μητρὶ αὐτοῦ”, πάλιν “ἥψατο τῆς σοροῦ, λέγων “Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι”.»36.
Εὐθύς ἀμέσως μετά τήν ἑρμηνεία τῆς ἀντίδοσης τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ὁ ἅγιος Κύριλλος μεταβαίνει στόν Ἄρτο τῆς θείας Μετάληψης προκειμένου νά ἑρμηνεύση τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἐπί τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων λόγῳ τῆς θείας Μετάληψης. Ἡ θεϊκή ἐνέργεια τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μεταποιεῖ τήν φθορά τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων καί ἀπεργάζεται ἀπό τοῦ νῦν τήν μελλοντική ἀφθαρσία τους. Νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Ἅγιος θεωρεῖ τήν ἐνέργεια τῶν Τιμίων Δώρων πλουσιότερη τῆς ἐνέργειας τῆς ἐπίγειας ζωοποιοῦ σαρκός τοῦ Κυρίου. Γράφει:
«Καὶ οὐ μόνον δίδωσιν ἐνεργεῖν τῷ λόγῳ τὴν τῶν νεκρῶν ἀναβίωσιν, ἀλλ' ἵνα δείξῃ ζωοποιὸν τὸ ἴδιον Σῶμα, καθάπερ οὖν ἤδη προείπομεν, τῶν τεθνεώτων ἅπτεται, καὶ δι' αὐτοῦ τὴν ζωὴν ἐντιθεὶς τοῖς ἤδη κατεφθαρμένοις. καὶ εἰ διὰ μόνης ἁφῆς τῆς ἁγίας σαρκὸς ζωοποιεῖται τὸ διεφθαρμένον, πῶς οὐχὶ πλουσιωτέραν ἀποκερδανοῦμεν τὴν ζωοποιὸν εὐλογίαν, ὅταν αὐτῆς καὶ ἀπογευσώμεθα; μεταποιήσει γὰρ πάντως εἰς τα ἴδιον ἀγαθὸν, τουτέστι τὴν ἀθανασίαν, τοὺς μετεσχηκότα αὐτῆς. Καὶ μὴ θαυμάσῃς ἐπὶ τούτῳ, μηδὲ εἴπῃς κατὰ σεαυτὸν Ἰουδαϊκῶς τό Πῶς· ἐννόει δὲ μᾶλλον ὅτι ψυχρὸν τῇ φύσει ὸ ὕδωρ ἐστίν· ἀλλ' ὅταν εἰς λέβητα κεχυμένον ὁμιλήσῃ τῷ πυρὶ, τότε τῆς μὲν ἰδίας μονονουχὶ καὶ ἐπιλανθάνεται φύσεως, εἰς δὲ τὴν τοῦ νενικηκότος ἐνέργειαν ἀποφοιτᾷ. τὸν αὐτὸν οὖν ἄρα καὶ ἡμεῖς τρόπον, εἰ καὶ φθαρτοὶ διὰ τὴν φύσιν ἐσμὲν τῆς σαρκὸς, ἀλλὰ τῇ μίξει τῆς ζωῆς τὴν ἑαυτῶν ἀφέντες ἀσθένειαν, εἰς τὸ ἐκείνης ἴδιον ἀναστοιχειούμεθα, τουτέστι τὴν ζωήν. ἔδει γὰρ ἔδει, μὴ μόνον διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς ζωῆς καινότητα τὴν ψυχὴν ἀνακτίζεσθαι, ἀλλὰ γὰρ καὶ τὸ παχὺ τοῦτο καὶ γεῶδες Σῶμα διὰ παχυτέρας καὶ συγγενοῦς ἁγιάζεσθαι μεταλήψεως καὶ καλεῖσθαι πρὸς ἀφθαρσίαν»37.
Ἡ ὀρθή θεώρηση τῶν Τιμίων Δώρων κατά τόν ἅγιο Κύριλλο, σέ ἀναφορά μέ τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου ἐπί τῆς θείας Μετάληψης, εἶναι ὅτι τά Τίμια Δῶρα καίτοι φθαρτά δέν μεταδίδουν οὐδεμία φθορά, κατά τόν τρόπο πού ἡ σάρκα τοῦ Λόγου, καίτοι παθητή δι' ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν, ἐν τούτοις ὑπῆρχε ζωοποιός ὡς σάρκα τοῦ Λόγου. Γράφει: «Τί δὴ οὖν ἄρα Χριστὸς ἐπαγγέλλεται; φθαρτὸν μὲν οὐδὲν, εὐλογίαν δὲ μᾶλλον τὴν ἐν μεταλήψει τῆς ἁγίας σαρκός τε καὶ αἵματος, ὁλοκλήρως εἰς ἀφθαρσίαν ἀνακομιζούσης τὸν ἄνθρωπον, ὡς οὐδενὸς ἐπιδεῖσθαι τῶν ὅσα τὸν τῆς σαρκὸς ἀπελαύνει θάνατον, τροφῆς δὲ δηλονότι φημὶ καὶ ποτοῦ. ἔοικε δὲ πάλιν ὕδωρ ὀνομάζειν ἐν τούτοις, τὸν διὰ Πνεύματος ἁγιασμὸν, ἢ αὐτὸ τὸ θεῖόν τε καὶ ἅγιον Πνεῦμα, οὕτω πολλάκις παρὰ ταῖς θείαις ὠνομασμένον γραφαῖς. ζωοποιεῖ τοιγαροῦν τὸ ἅγιον Σῶμα Χριστοῦ τοὺς ἐν οἷς ἂν γένοιτο, καὶ συνέχει πρὸς ἀφθαρσίαν, τοῖς ἡμετέροις ἀνακιρνάμενον σώμασι. Σῶμα γὰρ οὐχ ἑτέρου τινὸς, ἀλλ' αὐτῆς νοεῖται τῆς κατὰ φύσιν ζωῆς, ὅλην ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὴν τοῦ ἑνωθέντος Λόγου δύναμιν, καὶ πεποιωμένον ὥσπερ, μᾶλλον δὲ ἤδη καὶ ἀναπεπλησμένον τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ, δι' ἧς τὰ πάντα ζωοποιεῖται καὶ πρὸς τὸ εἶναι φυλάττεται»38.
Ἡ παραδοχή μετάδοσης φθορᾶς ἀπό τήν θεία Μετάληψη εἶναι χωρισμός τῶν Τιμίων Δώρων ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Λόγου καί περιπίπτει στήν ἀνθρωπολατρεία τοῦ νεστοριανισμοῦ. Καθώς χωρίζονται τά Τίμια Δῶρα ἀπό τήν ζωοποιό σάρκα τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀναπόφευκτα τά Τίμια Δῶρα παραμένουν κτιστά καί φθαρτά πράγματα μεταδίδοντα τήν φθορά.
Γράφει συναφῶς ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ τὴν τοῦ κυρίου σάρκα ζωοποιὸν εἶναι καὶ ἰδίαν αὐτοῦ τοῦ ἐκ θεοῦ πατρὸς λόγου, ἀλλ' ὡς ἑτέρου τινὸς παρ' αὐτὸν συνημμένου μὲν αὐτῷ κατὰ τὴν ἀξίαν ἢ γοῦν ὡς μόνην θείαν ἐνοίκησιν ἐσχηκότος, καὶ οὐχὶ δὴ μᾶλλον ζωοποιόν, ὡς ἔφημεν, ὅτι γέγονεν ἰδία τοῦ λόγου τοῦ τὰ πάντα ζωογονεῖν ἰσχύοντος, ἀνάθεμα ἔστω»39.
Ἐπιβεβαίωση τῆς συγκεκριμένης ἑρμηνείας ἔρχεται νά κάνη ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Καὶ γὰρ εἰ μὴ τοῦτό ἐστι μηδὲ ἀπ’ ἐντεῦθεν ἐν σώματι ὄντες τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν μετοχῇ καὶ κοινωνίᾳ γινόμεθα μηδὲ τὴν χάριν λαμβάνομεν οἱ ἐκλεκτοί, λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς αὐτὸς προφήτης ἐστὶ καὶ οὐ Θεός·»40.
6. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἀφορᾶ τόν ὅλο ἄνθρωπο, τό σῶμα καί τήν ψυχή του. Ἡ θέωση ὡς μετοχή στήν θεία ἐνέργεια φανερώνεται στήν θεία Μετάληψη μέσα ἀπό τά Τίμια Δῶρα. Τά Τίμια Δῶρα ὡς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ἐνεργοῦν τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τόσο κατά τήν ψυχή ὅσο καί κατά τό σῶμα του.
Γράφει συναφῶς ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Ζωῆς δὲ θείας ποιεῖται μετάδοσιν, ἐδώδιμον ἑαυτὸν ἐργαζόμενος, ὡς οἶδεν αὐτὸς καὶ οἱ παρ’ αὐτοῦ τοιαύτην αἴσθησιν νοερὰν εἰληφότες, ὥστε τῇ γεύσει ταύτης τῆς βρώσεως εἰδέναι κατ’ ἐπίγνωσιν ἀληθῶς ὅτι χρηστὸς ὁ κύριος, ποιότητι θείᾳ πρὸς θέωσιν μετακιρνῶν τοὺς ἐσθίοντας, οἷα δὴ σαφῶς ζωῆς καὶ δυνάμεως ἄρτος καὶ ὢν καὶ καλούμενος»41.
7. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐξηγεῖ τήν χρήση τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γιά τήν μεταβολή σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ὡς συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη συνήθεια τῆς βρώσης τοῦ ἄρτου καί τῆς πόσης τοῦ οἴνου. Τά Τίμια Δῶρα εἶναι ὄντως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελοῦν φυλακτήριο ὄχι μόνον τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ σώματος. Αὐτό συμβαίνει, διότι ὁ Ἄρτος εἶναι ἑνωμένος μέ τήν θεότητα καί οὕτως διά τῆς μεταλήψεως ὁ Θεός ἐνεργεῖ τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς μετοχή τῆς ἀνθρώπινης φύσης στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γράφει:
«Ἄρτος δὲ καὶ οἶνος παραλαμβάνεται· οἶδε γὰρ ὁ θεὸς τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, ὡς τὰ πολλὰ γὰρ τὰ μὴ κατὰ τὴν συνήθειαν τετριμμένα ἀποστρέφεται δυσχεραίνουσα· τῇ οὖν συνήθει συγκαταβάσει κεχρημένος διὰ τῶν συνήθων τῆς φύσεως ποιεῖ τὰ ὑπὲρ φύσιν· καὶ ὥσπερ ἐπὶ τοῦ βαπτίσματος, ἐπειδὴ ἔθος τοῖς ἀνθρώποις ὕδατι λούεσθαι καὶ ἐλαίῳ χρίεσθαι, συνέζευξε τῷ ἐλαίῳ καὶ ὕδατι τὴν χάριν τοῦ πνεύματος καὶ ἐποίησεν αὐτὸ λουτρὸν ἀναγεννήσεως, οὕτως, ἐπειδὴ ἔθος τοῖς ἀνθρώποις ἄρτον ἐσθίειν ὕδωρ τε καὶ οἶνον πίνειν, συνέζευξεν αὐτοῖς τὴν αὐτοῦ θεότητα καὶ πεποίηκεν αὐτὰ Σῶμα καὶ Αἷμα αὐτοῦ, ἵνα διὰ τῶν συνήθων καὶ κατὰ φύσιν ἐν τοῖς ὑπὲρ φύσιν γενώμεθα. Σῶμά ἐστιν ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου Σῶμα, οὐχ ὅτι αὐτὸ τὸ Σῶμα τὸ ἀναληφθὲν ἐξ οὐρανῶν κατέρχεται, ἀλλ' ὅτι αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα θεοῦ… Οὐ χεῖρον δὲ καὶ τοῦτο εἰπεῖν, ὅτι, ὥσπερ φυσικῶς διὰ τῆς βρώσεως ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος καὶ τὸ ὕδωρ διὰ τῆς πόσεως εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ ἐσθίοντος καὶ πίνοντος μεταβάλλεται καὶ οὐ γίνεται ἕτερον Σῶμα παρὰ τὸ πρότερον αὐτοῦ Σῶμα, οὕτως ὁ τῆς προθέσεως ἄρτος οἶνός τε καὶ ὕδωρ διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου πνεύματος ὑπερφυῶς μεταποιεῖται εἰς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Αἷμα, καὶ οὔκ εἰσι δύο, ἀλλ' ἓν καὶ τὸ αὐτό. Γίνεται τοίνυν τοῖς πίστει ἀξίως μεταλαμβάνουσιν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τε καὶ σώματος, τοῖς δὲ ἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν, καθάπερ καὶ ὁ τοῦ κυρίου θάνατος τοῖς μὲν πιστεύουσι γέγονε ζωὴ καὶ ἀφθαρσία εἰς ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου μακαριότητος, τοῖς δὲ ἀπειθοῦσι καὶ τοῖς κυριοκτόνοις εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν αἰώνιον»42.
Καλεῖται Μετάληψη καί Κοινωνία, διότι ὁ ἄνθρωπος διά τῆς μετάληψης τῶν Τιμίων Δώρων μετέχει τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Γράφει:
«Μετάληψις λέγεται· δι' αὐτῆς γὰρ τῆς Ἰησοῦ θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία λέγεταί τε καὶ ἔστιν ἀληθῶς διὰ τὸ κοινωνεῖν ἡμᾶς δι' αὐτῆς τῷ Χριστῷ καὶ μετέχειν αὐτοῦ τῆς σαρκός τε καὶ τῆς θεότητος, κοινωνεῖν δὲ καὶ ἑνοῦσθαι καὶ ἀλλήλοις δι' αὐτῆς· ἐπεὶ γὰρ ἐξ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, οἱ πάντες ἓν Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἓν Αἷμα καὶ ἀλλήλων μέλη γινόμεθα σύσσωμοι Χριστοῦ χρηματίζοντες»43.
O Ἄρτος τῆς Ζωῆς συντηρεῖ, ζωοποιεῖ καί καθαίρει τόν ἄνθρωπο τόσο στήν ψυχή ὅσο καί στό Σῶμα. Οἱ διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ δέν ἀφήνουν κάποιο περιθώριο γιά τήν πιθανότητα μετάδοσης φθορᾶς στόν ἄνθρωπο μέσῳ τῶν Τιμίων Δώρων. Γράφει:
«Σῶμά ἐστι καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς σύστασιν τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τε καὶ σώματος χωροῦν, οὐ δαπανώμενον, οὐ φθειρόμενον, οὐκ εἰς ἀφεδρῶνα χωροῦν – μὴ γένοιτο – , ἀλλ' εἰς τὴν ἡμῶν οὐσίαν τε καὶ συντήρησιν, βλάβης παντοδαποῦς ἀμυντήριον, ῥύπου παντὸς καθαρτήριον – ἂν μὲν χρυσὸν λάβῃ κίβδηλον, διὰ τῆς κριτικῆς πυρώσεως καθαίρει – , ἵνα μὴ ἐν τῷ μέλλοντι σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν»44.
8. Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος
Στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο τονίζεται ἡ σωματική καί νοερά αἴσθηση τῆς ἐνεργούμενης θεώσεως, ἡ συνείδηση τῆς θέωσης διά τῆς θείας κοινωνίας στούς ἀξίους. Γράφει: «Εἰ γάρ Θεός καί ἄνθρωπος ὁ Χριστός, καί ἡ ἁγία σάρξ αὐτοῦ οὐ σάρξ μόνον, ἀλλά σάρξ καί Θεός ἀχώριστος, ἀλλά καί ἀσυγχύτως ὁρατός μέν τῇ σαρκί εἶτ’ οὖν τῷ ἄρτῳ τοῖς αἰσθητοῖς, τοῖς δέ γε τῆς ψυχῆς ὄμμασι καθορώμενος. Διό καί ἀλλαχοῦ. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα» φησί «καί πίνων μου τό Αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ». Καί οὐκ εἶπεν, ἐν αὐτοῖς μένει καί αὐτά ἐν αὐτῷ, ἀλλ’ ἐν ἐμοί τουτέστιν ἐν τῇ ἐμῇ δόξῃ, ἐν τῷ ἐμῷ φωτί, ἐν τῇ ἐμῇ θεότητι. «Ἐγώ γάρ, φησίν, ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί. καί ἐγώ ἐν ὑμῖν καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί». Εἰ οὖν ταῦτα πάντα ἀγνώστως καί ἀναισθήτως γίνεσθαι νομίζομεν ἐν ἡμῖν, τίς τήν ἡμῶν ἀναισθησία ἀξίως ἄρα θρηνήσειεν; Ὄντως οὐδείς»45.
Ἡ ἀσυνείδητη θεία Μετάληψη πού ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν μηδενική ἀλλαγή στόν ἄνθρωπο εἶναι αὐτοκαταδίκη τοῦ ἀνθρώπου, καθόσον ἔμπροσθεν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει τήν ἐθελούσια τύφλωση. Γράφει:
«Πῶς δὲ νομίζεις ἅψασθαι τοῦ ἀπροσίτου πυρός, ἢ πῶς ὅλως μεταλαβεῖν ὑπολαμβάνεις τοῦ ἀϊδίου φωτός; Οὔμενουν οὐδαμῶς τοῦτό σοι γέγονε, τῷ περὶ τὰ τοιαῦτα ἀνεπαισθήτως ἔχοντι· ἀλλὰ τὸ φῶς σε καταλάμπει ὄντα τυφλόν, θερμαίνει δέ σε τὸ πῦρ, οὐχ ἥψατο δέ, ἡ ζωὴ ἐπεσκίασεν, οὐχ ἡνώθη σοι δέ, τὸ ζῶν ὕδωρ διῆλθεν ὡς διὰ ῥύακος τῆς σῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ ἀξίαν ἑαυτοῦ οὐχ εὗρεν ὑποδοχήν. Οὕτως οὖν λαμβάνων καὶ οὕτως ἁπτόμενος τῶν ἀψαύστων καὶ δοκῶν ἐσθίειν, μένεις μὴ λαμβάνων, μὴ ἐσθίων, μηδὲν ὅλως ἔχων ἐν σεαυτῷ»46.
Ἡ ἐπισυμβαίνουσα θέωση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας συμπεριλαμβάνει τόν ὅλο ἄνθρωπο ἀπό τοῦ νῦν. Ζωοποιεῖται ἡ ψυχή διά τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας καί μεταδίδει ἡ ψυχή ὡς ζωτική ἀρχή τοῦ σώματος τήν θεία ζωοποίηση στό Σῶμα. Γράφει:
«Οὕτως ἔχων πυροῦται τῷ πνεύματι καὶ πῦρ ὅλος γίνεται τῇ ψυχῇ, μεταδιδοὺς καὶ τῷ σώματι τῆς οἰκείας λαμπρότητος, δίκην τοῦ ὁρωμένου πυρὸς τὴν οἰκείαν τῷ σιδήρῳ φύσιν μεταδιδόντος, καὶ γίνεται ἡ ψυχὴ τῷ σώματι ὅπερ γέγονε τῇ ψυχῇ ὁ Θεός, καθά φησιν ἡ θεολόγος φωνή· οὔτε γὰρ ψυχὴ ζῆν δύναται, μὴ φωτιζομένη παρὰ τοῦ κτίσαντος, οὔτε Σῶμα, μὴ παρὰ τῆς ψυχῆς δυναμούμενον… Θεοῦ κατὰ τὰς ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν τοῖς γνησίοις δούλοις αὐτοῦ καὶ διὰ τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐλλάμψεων τοῦ παναγίου Πνεύματος ἐμπεριπατοῦντος ἐν ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, ἀχωρίστους εἶναι τοῦ Θεοῦ τὰς ἀξίας τῶν τοιούτων ψυχὰς ὁμολογουμένως πιστεύομεν. Τῶν δὲ ψυχῶν πάλιν διϊκνουμένων ἐν ὅλῳ τῷ σώματι καὶ μηδενὶ μέρει ἀπολιμπανομένων, ἀνάγκη πάντως καὶ αὐτὴν τὴν σάρκα, ἀχώριστον οὖσαν τῆς ψυχῆς, μᾶλλον δὲ μηδὲ ζῆν χωρὶς αὐτῆς δυναμένην, ὅλην ἄγεσθαι τῆς ψυχῆς τῷ θελήματι· καὶ ὡς οὐκ ἔστι Σῶμα ζῆν ἄνευ ψυχῆς, οὕτως οὐδὲ θέλημα ἔνι τὸ Σῶμα ἔχειν τότε παρεκτὸς τῆς ψυχῆς»47.
Ἡ θέωση στά σώματα τῶν ἀξίων λειτουργεῖ ἀπό τοῦ νῦν ὡς μερική ἀναστολή τῆς φθορᾶς, ἡ ὁποία ὁλοκληρώνεται στήν κοινή ἀνάσταση. Γράφει:
«Οὕτω τοιγαροῦν οἱ ἀπ αἰῶνος ἅγιοι,οἱ πάλαι τε καί νῦν πνευματικῶς βλέποντες, οὐ σχῆμα ἤ εἶδος ἤ ἐκτύπωμα βλέπουσιν, ἀλλά φῶς ἀσχημάτιστον, ὡς καί αὐτοί φῶς ἐκ τοῦ φωτός Πνεύματος χρηματίζοντες.Τοιοῦτος δέ ἕκαστος τῶν ἁγίων γινόμενος, οὐχί καί τό Σῶμα αὐτοῦ εὐθύς ἄφθαρτον καί πνευματικόν γίνεται, ἀλλά καθάπερ σίδηρος ὑπό τοῦ πυρός ἐκπυρούμενος τῆς λαμπρότητος μέν αὐτοῦ μεταλαμβάνει καί τήν μελανίαν εὐθύς ἀποβάλλεται, χωριζόμενος δέ πάλιν τοῦ πυρός ψυχρός καί μέλας καθορᾶται καί γίνεται, οὕτω δή καί τά σώματα τῶν ἁγίων ὑπό τῆς ἑνωθείσης τῇ ψυχῇ αὐτῶν χάριτος, ἤτοι τοῦ θείου πυρός μεταλαμβάνοντα, ἁγιάζονται καί ἐκπυρούμενα διαυγῆ καί αὐτά γίνονται καί πολύ τῶν ἄλλων σωμάτων διαφορώτερα καί τιμιώτερα ἀποκαθίστανται. Ἐπειδάν δέ ἡ ψυχή ἐξέλθῃ καί τοῦ σώματος χωρισθῇ, εὐθύς καί αὐτά τῇ φθορᾷ παραδίδονται καί ἐκ τοῦ κατά μικρόν διαλύονται· τά δέ καί ἐπί πολλούς χρόνους διαμένουσι, μήτε ἄφθαρτα μένοντα παντελῶς, μήτε πάλιν τελείως φθειρόμενα, ἀλλά καί τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς φθορᾶς τά γνωρίσματα ἐν ἑαυτοῖς διασῴζουσιν, εἰς τήν τελευταίαν ἐξανάστασιν ἀφθαρτωθῆναι τελείως καί καί ἀνακαινισθῆναι τηρούμενα»48.
9. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς49
Σέ πολλά σημεῖα τῶν ὁμιλιῶν του ἀναφέρεται στήν μεγάλη ἀξία πού ἔχουν τά Μυστήρια τῆς᾿Εκκλησίας. Σέ κάποια ἀπό τίς ὁμιλίες του διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς χαρίζει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας «διά τοῦ θείου Βαπτίσματος, διά τῆς τῶν οἰκείων ἐντολῶν τηρήσεως, διά τῆς μετανοίας, ἥν τοῖς πταίουσιν ἐχαρίσατο, καί διά τῆς μεταδόσεως τοῦ οἰκείου σώματός τε καί αἵματος». Τά δύο βασικά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό Βάπτισμα καί ἡ θεία Κοινωνία, μαζί μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκεῖνα πού χορηγοῦν τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἁγιάζουν τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός μέ τό ἅγιο Βάπτισμα γίνεται Πατέρας τῶν ἀνθρώπων καί διά τῆς θείας Κοινωνίας γίνεται μητέρα. Χρησιμοποιεῖ ἔτσι ἕνα ἐκφραστικό παράδειγμα. Ὁ Χριστός «τρέφει μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος». Ὅπως ἡ φιλόστοργος μητέρα τρέφει τό βρέφος της μέ τό γάλα καί ἀπό τούς δύο μαστούς, τό ἴδιο κάνει καί ὁ Χριστός. Οἱ δύο μαστοί τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά δύο κεντρικά καί βασικά Μυστήρια, δηλαδή τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἡ θεία Εὐχαριστία.
Σέ ἄλλη ὁμιλία ἀναφέρεται πάλι στήν δύναμη τῶν δύο αὐτῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί, ὅπως ἐμεῖς, ἔτσι καί Ἐκεῖνος εἶχε ψυχή καί σῶμα. Διά τοῦ σώματος, λέγει ὁ ἅγιος, ὑπέστη τά πάθη, τόν θάνατο καί τήν ταφή καί στήν συνέχεια ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν καί ἔτσι μᾶς παρέδωσε νά τελοῦμε τήν ἀναίμακτη θυσία καί νά καρπωνόμαστε τήν σωτηρία. Διά δέ τῆς καθόδου τῆς ψυχῆς στόν ἅδη καί τήν ἐπάνοδό της μετέδωσε ἀΐδιο φῶς καί ζωή, καί δεῑγμα αὐτοῦ μᾶς παρέδωσε τό ἅγιο Βάπτισμα, ὥστε «δι᾿ αὐτοῦ καρποῦσθαι τήν σωτηρίαν, δι᾿ ἑκατέρου τε μυστηρίου καί δι᾿ ἀμφοτέρων καί ψυχῆς καί σώματος θεουργουμένων καί σπέρματα ζωῆς ἀκηράτου δεχομένων». Ψυχή καί σῶμα ἁγιάζονται μέ τά δύο αὐτά Μυστήρια, καί ἀπό αὐτά τά δύο Μυστήρια ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. Καταλήγει ὁ ἅγιος: «᾿Εν γάρ τοῖς δυσί τούτοις πᾶσα ἡμῶν ἤρτηται ἡ σωτηρία πάσης τῆς θεανδρικῆς οἰκονομίας ἐν τοῖς δυσί τούτοις συγκεφαλαιουμένης»…
Διδάσκει ὁ ἅγιος ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔγινε ἀδελφός μας. Μέ τήν φανέρωση τῶν Μυστηρίων ἔγινε φίλος μας καί μέ τήν θεία Κοινωνία, μέ τήν μετάληψη τοῦ Αἵματός Του, ἔγινε Νυμφίος μας. «Συνέδησεν ἡμᾶς καί ἡρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην ἑαυτῷ διά τῆς μεταλήψεως τούτου τοῦ αἵματος εἰς μίαν σάρκα μεθ᾿ ἡμῶν γενόμενος». Ἔτσι, μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του γίνεται Νυμφίος μας, ἑνώνεται μαζί μας. Ἀναφερόμενος στήν θεία Κοινωνία, κατά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, ὕστερα ἀπό νηστεία τεσσαράκοντα ἡμερῶν, λέγει ὅτι οἱ Χριστιανοί, ὅταν κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, γίνονται μέτοχοι τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνονται μέ τόν Χριστό καί γίνονται μέ Αὐτόν ἕνα πνεῦμα καί ἕνα σῶμα. «...ἐν μεθέξει γίνεσθαι τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος αὐτοῦ, καί δι᾿ αὐτῶν αὐτῷ ἑνοῦσθαι καί ἕν πνεῦμα καί ἕν σῶμα μετ᾿ αὐτοῦ τελεῖσθαι θείως». Ὁ Χριστός μέ τήν θεία Κοινωνία μᾶς χαρίζει τήν συνάφεια μαζί Του καί ἔτσι, ὄχι μόνον κατά πνεῦμα, ἀλλά καί κατά σῶμα γινόμαστε «μετ᾿ ἐκείνου, σάρξ ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ».
῞Όπως κατά τήν παραμονή τῶν Φώτων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τοῦ Μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τό ἴδιο, πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, ἀναφέρεται σέ ὁμιλία του στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀποδεικνύεται ἔτσι θεολόγος εὐχαριστιακός. Τονίζει στήν ὁμιλία αὐτή τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Στήν λήψη τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει πολλή ὠφέλεια. «Τοῦτο (τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ) ἡμᾶς καινούς ἀντί παλαιῶν ποιεῖ καί ἀϊδίους ἀντί προσκαίρων· τοῦτο ἡμᾶς ἀπαθανατίζει καί ἀειθαλεῖς ἀπεργάζεται, ὡς δένδρα παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων πεφυτευμένα τοῦ θείου Πνεύματος, ἀφ᾿ ὧν συνάγεται καρπός εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἀναβλύζουν πηγές νοητές, πού ποτίζουν τίς ψυχές καί ἀνάγουν τόν ἄνθρωπο μέχρι τούς οὐρανούς. Ὅταν κοινωνοῦμε τῶν ἁγίων Δώρων, γινόμαστε βασιλική πορφύρα ἤ μᾶλλον βασιλικό αἷμα καί σῶμα «καί πρός τήν θείαν υἱότητα μεταποιούμεθα». Αὐτά ὅλα φανερώνουν τήν μεγάλη ἀξία τῆς θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλ᾿ ὁ ἅγιος δέν κάνει μιά ἀφηρημένη καί στοχαστική εὐχαριστιολογία. Μέ ἄλλα λόγια, δέν ἀρκεῖται στό νά παρουσιάση μόνον τήν μεγάλη ἀξία τῆς θείας Κοινωνίας, ἀλλά συγχρόνως ἀναλύει στήν ὁμιλία αὐτή τήν ὁποία ἀπηύθυνε στό ποίμνιό του –ἐνῶ ἔβλεπε τούς Χριστιανούς νά προετοιμάζωνται γιά τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ– καί ἄλλα ἐνδιαφέροντα σημεῖα. Στήν ἀρχή τονίζει τήν ἀνάξια προσέλευση πολλῶν Χριστιανῶν, ἔπειτα τήν ἄξια προετοιμασία γιά τήν θεία Μετάληψη, ἀκόμη, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὀφείλουμε νά προσερχόμαστε καί ἐπιπλέον, τί πρέπει νά κάνουμε μετά τήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. ῎Ας τά δοῦμε, ὅμως, ἀναλυτικότερα.
Κατ᾿ ἀρχάς, τονίζει ὅτι πολλοί Χριστιανοί προσέρχονται ἀνάξια νά κοινωνήσουν. Γι᾿ αὐτό, ὁμιλώντας σέ πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο, λέγει ὅτι, ἄν προσέλθουμε στήν θεία Κοινωνία μέ πονηρή συνείδηση, χωρίς συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀπό τούς Πνευματικούς Πατέρες, πρίν συμμορφωθοῦμε πρός τόν κανόνα τῆς εὐσεβείας, τότε «εἰς κρίμα πάντως ἑαυτῶν καί κόλασιν αἰώνιον προσελευσόμεθα, καί αὐτούς τούς θείους οἰκτιρμούς καί τήν αὐτοῦ πρός ἡμᾶς ἀνοχήν ἀποδιώξαντες». Καί ὅπως αὐτός πού ἔσχισε τήν βασιλική ἀλουργίδα καί τήν ἔχωσε στόν βόρβορο θά ὑποστῆ τιμωρία, τό ἴδιο θά συμβῆ καί μέ ἐκεῖνον πού ἀνάξια προσέρχεται στήν θεία Κοινωνία. Γράφει, ὅμως, ὅτι δέν πάσχει τίποτε σέ αὐτήν τήν περίπτωση τό θεῖο Δῶρο, ἀφοῦ εἶναι ἀπαθές, «ἀλλά τοῦτο μέν ἡμῶν ἀφανῶς ἀφίπταται».
᾿Απαιτεῖται, λοιπόν, κατάλληλη προετοιμασία. Ὡς ἀληθινός θεολόγος ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρουσιάζει τά στοιχεῖα τῆς πραγματικῆς μετανοίας, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητά της γιά τήν ἄξια μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αποφεύγει ἔτσι μιά στοχαστική ἀνάλυση τῆς ἀξίας τῆς θείας Κοινωνίας. Δέν εἶναι φιλόσοφος οὔτε ἠθικολόγος, ἀλλά θεολόγος μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως. Γιατί ὅσοι γεύθηκαν τήν θεία Χάρη αὐτοί γνωρίζουν τόν τρόπο ἐνεργείας της, ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον αἵρεται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀληθινοί Ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται κάθαρση σώματος καί ψυχῆς: «Διό προκαθαρθῶμεν, ἀδελφοί, καί σῶμα καί στόμα καί τήν διάνοιαν, καί ἐν ἀγαθῇ καί καθαρᾷ συνειδήσει προσέλθωμεν». ῾Η κάθαρση δέν ἐξαντλεῖται μόνον στήν ἐξωτερική καθαρότητα τοῦ σώματος, ἀλλά ἐπεκτείνεται, κυρίως, στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Χρειάζεται κάθαρση τῆς συνειδήσεως καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς διανοίας. «῞Ωστε καί τούς ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς σπίλους προσαπονιψάμενοι προσέλθωμεν». ῾Ως ἀσκητικός θεολόγος ὁ ἅγιος δέν ἐξαντλεῖται σέ ἐπιδερμικούς καθαρμούς, ἀλλά προχωρεῖ καί στήν κάθαρση τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς. «Οὕτω γάρ καί προσελευσόμεθα εἰς σωτηρίαν». Πραγματικά, τότε ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Διαφορετικά ὁ ἄνθρωπος κατακρίνεται.
Βέβαια, ὁ ἅγιος δέν εἶναι οὐτοπιστής. Γνωρίζει ὅτι τελικά κανείς δέν εἶναι ἄξιος πέρα ὡς πέρα νά προσέλθη καί νά μεθέξη τῶν θείων Μυστηρίων. Γι᾿ αὐτό τονίζει τήν ἀξία τῆς μετανοίας, διότι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ Θεός μᾶς καθιστᾶ ἀξίους ἐξ ἀναξίων: «Ποιήσωμεν οὖν ἡμᾶς αὐτούς ἀξίους διά τῆς μετανοίας, μᾶλλον δέ προσενέγκωμεν ἡμᾶς αὐτούς διά τῶν ἔργων τῆς μετανοίας τῷ δυναμένῳ ποιεῖν ἀξίους ἐξ ἀναξίων».
Πέρα, ὅμως, ἀπό τήν μετάνοια πρό τῆς θείας Κοινωνίας, ἀπαιτεῖται προσέλευση στήν θεία Μετάληψη μετά πίστεως. Πρέπει νά προσερχόμαστε μέ ἐλπίδα καί πίστη, «σκοποῦντες οὐ τό ὁρώμενον ἁπλῶς, ἀλλά τά μή ὁρώμενα». ῾Η ἐλπίδα καί ἡ πίστη ἀναφέρονται στό ὅτι μέσα ἀπό τόν φαινομενικά ἄρτο, πού βρίσκεται πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, πρέπει νά βλέπουμε τήν θεότητα. «῾Ο γάρ ἄρτος οὗτος οἷόν τι καταπέτασμά ἐστιν ἔνδον κρύπτον τήν θεότητα».
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὅταν κάποτε ἔλαβε ἔλαβε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως εἶδε τό ἄκτιστο Φῶς καί παρέμεινε αὐτή ἡ θεωρία τρεῖς ὁλόκληρες μέρες. ῎Ετσι ἡ πίστη, περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, δέν εἶναι μιά λογική σκέψη, ἀλλά κυρίως ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπική βεβαιότητα τῆς ὑπάρξεώς Του καί ἡ ἀναγνώρισή Του.
῾Η θεία Κοινωνία δέν εἶναι τό τέλος μιᾶς περιόδου μετανοίας, ἀλλά καί ἀρχή μιᾶς νέας μετανοίας. ῞Όπως τοῦ Μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος προηγεῖται καί ἀκολουθεῖ ἡ μετάνοια, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν θεία Κοινωνία, δηλαδή τῆς θείας Κοινωνίας προηγεῖται καί ἀκολουθεῖ ἡ μετάνοια. Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἐκφραστικότατος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Θά ἀναφέρω μερικά μόνον χαρακτηριστικά χωρία του: «᾿Αλλ᾿ ἡμεῖς ἀδελφοί, παρακαλῶ, φυλάξωμεν ἑαυτοῖς τήν χάριν τοῦ Θεοῦ ἀμείωτον, ὅλους ἑαυτούς συντείναντες εἰς ὑπακοήν καί ἐκπλήρωσιν τῶν ἁγίων ἐντολῶν καί δι᾿ ἔργων ἑαυτούς τῷ Θεῷ προσενεγκόντες». ῾Η Χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά παραμείνη ἀμείωτη μέσα μας, καί αὐτό γίνεται μέ τό νά καταβάλλουμε ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά ὑπακούσουμε καί νά ἐκπληρώσουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, διά τῶν ἔργων, στόν Θεό. Μετά τήν θεία Κοινωνία χρειάζεται ἰδιαίτερη νήψη καί προσευχή, «ὥστε μένειν τῶν παθῶν ἀνώτεροι», καί ὥστε νά παρουσιάζουμε τίς ἴδιες τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ, πού
εὐδόκησε νά κατοικήση μέσα μας.
Κοινωνοῦντες τῆς Διαθήκης τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δέν πρέπει νά καταστήσουμε «ἀβέβαιον ταύτην διά τῶν ἔργων». ῞Οπως ὅσοι φυλάττουν τόν ἁγιασμό γίνονται μέτοχοι τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Χριστοῦ, «οὕτω μεγάλη ἡ κόλασις τοῖς ἀχρειώσασιν ἑαυτούς μετά τήν δωρεάν».
Μετά τήν θεία Κοινωνία πρέπει νά ἐξασκηθῆ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους μας, νά ταπεινωθοῦμε, νά σταυρώσουμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν σάρκα, τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, νά νεκρώσουμε τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, νά πεθάνουμε ὡς πρός τήν ἁμαρτία καί νά ζήσουμε ὡς πρός τήν ἀρετή.
10. Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔχοντας περιγράψει τίς ὀρθές προϋποθέσεις τῆς θείας Μεταλήψεως στό ἔργο του Περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων γράφει γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὅσο τό δυνατόν συχνότερης Μετάληψης ἀπό τούς χριστιανούς πού ἔχουν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις. Ἡ συχνότατη Μετάληψη ἀποτελεῖ τήν τροφή τῶν αἰσθήσεων, τόσο τῶν ψυχικῶν ὅσο καί τῶν σωματικῶν, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει:
«Καί ἄς ἔλθη εἰς τό μέσον ὁ μέγας Βασίλειος, ἡ βάσις τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς ἐκκλησίας μας νά μᾶς τό εἰπῆ˙ ἀναγκαία, λέγει˙ «Πρός ζωήν αἰώνιον ἡ Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ… καί τό κοινωνεῖν δέ καθ' ἑκάστην ἡμέραν, καί μεταλαμβάνειν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καλόν καί ἐπωφελές… τίς γάρ ἀμφιβαλεῖν ὅτι τό μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς, οὐδέν ἄλλον ἐστίν ἡ ζῆν πολλαχῶς;». Ἤγουν ἀναγκαία εἶναι γιά νά ἀπολαύση τινάς τήν ζωήν τήν αἰώνιον ἡ ἁγία κοινωνία˙… Καί πάλιν, τό νά κοινωνῆ τινάς κάθε ἡμέραν, καί νά μεταλαμβάνη τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ὠφέλιμον εἶναι, ἐπειδή αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει, πώς ἐκεῖνος ὁποῦ τρώγει τή σάρκα μου, καί πίνει τό αἷμα μου, ἔχει ζωήν αἰώνιον. Καί ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι τό νά μεταλαμβάνη τινάς συνεχῶς τήν ζωήν, δέν εἶναι ἄλλο, παρά νά ζῆ πολλαχῶς; δηλαδή νά ζῆ καθ' ὅλας τά
ψυχικάς καί σωματικάς δυνάμεις, καί αἰσθήσεις»50.
Μέ ἀναφορά στόν ἅγιο Γεννάδιο τόν Σχολάριο, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐξηγεῖ τά τοῦ καθαγιασμένου ἄρτου καί τοῦ οἴνου ὡς τῆς κατάλληλης σωτηριώδους θεραπείας γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐξέπεσε λόγῳ τροφῆς ἀπό τήν παρακοή πρός τόν Θεό. Ἡ παρακοή γιά τήν τροφή κατέστησε τόν ἄνθρωπο φθαρτό καί ἀντίστροφα ἡ μετοχή στόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς ἐπιστρέφει τόν ἄνθρωπο στήν ἀφθαρσία. Πρόκειται ἀκριβῶς γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου δι' ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν. Προσλαμβάνει ὁ Θεός Λόγος τόν ὅλο ἄνθρωπο καί τόν ἀφθαρτίζει. Θεραπεύει τήν φθορά τοῦ σώματος διά τῆς πρόσληψης ἀνθρωπίνης σαρκός καί ψυχικῆς λογικῆς κατά πάντα ὅμοιας πλήν ἁμαρτίας. Καί δίνει τήν θεωμένη ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἀνθρωπότητά Του στούς ἀνθρώπους πρός βρώση καί πόση
θεραπευτική ὡς σωματική τροφή καί ὡς ψυχική κάθαρση.
Εἶναι μεγάλης σημασίας ἡ ἀναφορά σέ σωματική καί πνευματική τροφή, διότι φανερώνει ἀκριβῶς τήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς στόν ὅλο ἄνθρωπο, δηλαδή τήν ψυχή καί τό σῶμα του. Ἡ σωματική ἀρρώστια τοῦ θανάτου θεραπεύεται μέ τήν βρώση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γράφει: «Τὸ δὲ τοῦ Χριστοῦ Σῶμα, τῷ μὲν λόγῳ τοῦ σώματος τρέφον, τῷ δὲ τῆς καθαρότητος λόγῳ τῆ πρὸς τὴν θείαν φύσιν ἑνώσει καθαῖρον καὶ ἁγιάζον ἀρκούντως ἡμῖν τὴν πνευματικὴν παρέχεται θρέψιν τρεφόμενοι δὲ οὕτω καλῶς, πρὸς τὴν πνευματικὴν καθαρότητα καὶ ὑγείαν ἐπαναγόμεθα, ἧς ἡμᾶς ἡ τῶν κεκωλυμένων βρῶσις ἐξέωσε τότε. Ἔδει γὰρ ἡμᾶς σωματικῇ τινι βρώσει τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὴν ὑγείαν ἐκείνην ἀποβαλόντας, σωματικῇ τινι τροφὴ πρὸς ἐκείνην ἐπανελθεῖν. Καί τὰ μὲν ὅμοια τοῖς ὁμοίοις θεραπευθῆναι καλῶς, τοῖς δέ ἐναντίοις τὰ ἐνάντια, οἷον, βρώσεις μὲν ἄμφω σωματικαί, ἥ τέ διαφθείρασα τὴν ἀρχὴν ἣ τέ σώζουσα νῦν καὶ ὑγεία καὶ πνευματικὴ ζωή, τὸ τε σωζόμενον, τὸ τε φθειρόμενον. Ἀλλ’ ἐκείνου μὲν ἐπέτρεπεν ὁ Θεός, ταύτην δὲ νῦν ἐπιτρέπει καί χορηγεῖ· κἀκείνην μὲν ὁ πονηρὸς εἰσηγεῖτο δαίμων, ταύτης δὲ ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, οὐ σύμβουλος μόνον, ἀλλὰ καὶ διάκονος γίνεται· κἀκείνη μὲν ἡρπάζετο, πρὸς ταύτην δὲ καὶ παρακαλούμεθα φανερῶς· κακείνη μὲν ὑφήδρευε τῆς παραβάσεως ὁ ἰός, ταύτῃ ὑποκρύπτεται θησαυρὸς ἀγαθῶν ἀναρίθμητος» (ὁμιλ.περί τοῦ μυστηριώδους Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Βλ. εἰς τό σύντ. Χρύσ.)»51.
Κατακλείει συμπερασματικά ἐπί τοῦ κεφαλαίου ὁ Ἁγιορείτης ἅγιος «Ἀδελφοί μου, ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἀπό τίς μαρτυρίες πού ἀναφέραμε ὡς τώρα ὅτι εἶναι ἀναγκαία στούς μή κωλυόμενους Χριστιανούς ἡ συχνή θεία Μετάληψη, εἶναι ἀπαραίτητο νά κοινωνοῦμε καί ἐμεῖς συχνά, γιά νά ἔχουμε μέσα μας τήν ζωή, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά μήν ὑποστοῦμε τόν ψυχικό θάνατο. Ὅσοι δέν τρέφονται συχνά ἀπό αὐτήν τήν πνευματική τροφή, βεβαίως πεθαίνουν. Ἄν καί φαίνονται πώς ζοῦν σωματικά, ψυχικά εἶναι νεκροί, γιατί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν πνευματική καί ἀληθινή ζωή πού δίνει ἡ ἁγία Μετάληψη. Τό βρέφος, ὅταν γεννηθεῖ, κλαίει καί ζητᾶ μέ μεγάλη προθυμία τήν τροφή καί τό γάλα του. Ἄν χωρίς νά θηλάσει, δέν ἔχει ὄρεξη, τότε αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι ἄρρωστο καί κινδυνεύει νά
πεθάνει. Ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε πρόθυμοι νά θηλάζουμε τήν θείαΚοινωνία ὡς πνευματική τροφή γιά νά ζωοποιούμαστε. Εἰδάλλως κινδυνεύουμε νά νεκρωθοῦμε ψυχικά»52.
Στό Β΄ κεφάλαιο τοῦ Β΄ μέρους τοῦ βιβλίου, ὁ ἅγιος Νικόδημος καταγράφει τίς ὠφέλειες πρό τῆς Μετάληψης καί μετά τή Μετάληψη. Πρό τῆς Μετάληψης ὁ χριστιανός βρίσκεται σέ μεγάλη ἐγρήγορση ἀναφορικά μέ τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Μετά δέ τήν Μετάληψη «τό Ἱερόν καί Πανάγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου μας, ὅταν καλῶς καί ἀξίως μεταλαμβάνεται, εἰς τούς πολεμοῦντας γίνεται ὅπλον, εἰς τούς ἀναχωροῦντας ἀπό τόν Θεό ἐπαναστροφή˙ τούς ἀσθενεῖς ἐνδυναμώνει, τούς ὑγιεῖς εὐφραίνει, τάς ἀσθενείας ἰατρεύει, τήν ὑγείαν διαφυλάττει, μέ τήν Μετάληψιν γινόμεθα εὐκολότεροι εἰς τό νά διορθωθοῦμεν, πλέον μακρόθυμοι καί ὑπομονητικοί εἰς τούς πόνους καί θλίψεις, πλέον θερμοί εἰς τήν ἀγάπην, πλέον λεπτότεροι εἰς τήν γνῶσιν πλέον πρόθυμοι εἰς τήν ὑπακοήν, πλέον ὀξύτεροι καί ὀγλιγωρότεροι εἰς τήν ἐνέργειαν τῶν χαρισμάτων»53.
10. Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Συναφῶς μέ τήν ἴαση σωματικῶν ἀσθενειῶν ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μέ κέντρο τήν θεία Μετάληψη λέγει ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Νά ζοῦμε τά μυστήρια, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ' αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία. Νά σᾶς πῶ γιά μιά ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ σ' ἐμένανε τόν ταπεινό, γιά νά δεῖτε τή Χάρη τῶν μυστηρίων.
Ἀπό καιρό εἶχα βγάλει στήν πλάτη μου ἕνα σπυράκι, τό ὁποῖο μέ πονοῦσε πάρα πολύ. Ἦταν πολύ μικρό, σάν μιά κεφαλή καρφίτσας. Ὁ πόνος ἁπλωνόταν σέ μεγάλη περιφέρεια τῆς ἀριστερῆς πλευρᾶς τῆς πλάτης. Ἦταν ἀφόρητος. Στό κελί μου στό Μήλεσι εἴχαμε κάνει εὐχέλαιο. Ἔτσι ὅπως πονοῦσα, μοῦ σταυρώσανε τό σπυράκι μέ εὐχέλαιο κι ἀμέσως ἔσβησε ὁ πόνος. Καί τόσο πολύ εἶχα εὐχαριστηθεῖ μέ τήν ἐπίσκεψη αὐτή τοῦ Θεοῦ, ὥστε, ὅποιος ἐρχότανε, τοῦ ἔλεγα:
–Πάρε ἀπ' αὐτό τό εὐχέλαιο. Ὅ,τι πόνο ἔχεις, ἀπ' αὐτό νά βάζεις.
Συγγνώμη πού τό λέγω, ἀλλά εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ»54.
11. Ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας
Στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ὁμολογεῖται ἡ ἀληθής μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα Χριστοῦ καί ἀναθεματίζεται κάθε ἑρμηνεία πού θέλει φαντασιώδη καί εἰκονική τήν ὑπαρκτική ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Γράφεται:
«Τοῖς ἀκούουσι μὲν τοῦ σωτῆρος περὶ τῆς παρ' αὐτοῦ παραδοθείσης τῶν θείων μυστηρίων ἱερουργίας λέγοντος· "Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν", μὴ ἐκλαμβανομένοις δὲ ὀρθῶς τὴν ἀνάμνησιν, ἀλλὰ τολμῶσι λέγειν ὅτι καινίζει φανταστικῶς καὶ εἰκονικῶς τὴν ἐπὶ τοῦ τιμίου σταυροῦ παρὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν προσαχθεῖσαν θυσίαν τοῦ ἰδίου σώματός τε καὶ αἵματος, εἰς κοινὸν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως λύτρον τε καὶ ἐξίλασμα, ἡ καθ' ἑκάστην προσαγομένη θυσία παρὰ τῶν τὰ θεῖα ἱερουργούντων μυστήρια, καθὼς ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ δεσπότης τῶν ὅλων παρέδωκε· καὶ διὰ τοῦτο ἄλλην εἶναι ταύτην παρὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς τῷ σωτῆρι τετελεσμένην εἰσάγουσι καὶ πρὸς ἐκείνην φανταστικῶς καὶ εἰκονικῶς ἀναφερομένην, ὡς κενοῦσι τὸ τῆς φρικτῆς καὶ θείας ἱερουργίας μυστήριον, δι' οὗ τὸν τῆς μελλούσης ζωῆς ἀρραβῶνα λαμβάνομεν, καὶ ταῦτα τοῦ θείου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ χρυσορρήμονος διατρανοῦντος τῆς θυσίας τὸ ἀπαράλλακτον καὶ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν εἶναι φάσκοντος ἐν πολλαῖς τῶν τοῦ μεγάλου Παύλου ῥητῶν ἐξηγήσεσιν, ἀνάθεμα»55.
12. Ἡ Λειτουργική Πράξη
Στήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως ἡ δεύτερη εὐχή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μαρτυρεῖ σαφῶς περί τῆς σωματικῆς καί ψυχικῆς ἀνακαίνισης: «Γενέσθω μοι τὰ ἅγια ταῦτα εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν καὶ φυλακτήριον καὶ σωτηρίαν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος·».
Στήν πρώτη εὐχή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ ἱερός Πατήρ κατονομάζει τά ὄργανα τοῦ σώματος, τά ὁποῖα θά ὑποστοῦν τήν ἀνακαίνιση ἀπό τήν Μετάληψη τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς: «Γενέσθω μοι ὁ ἄνθραξ τοῦ παναγίου σου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου Αἵματος εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥῶσιν τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος· εἰς κουφισμὸν τοῦ βάρους τῶν πολλῶν μου πλημμελημάτων·… Διὸ δέομαί σου, ὡς μόνος ὢν ἅγιος, Δέσποτα, ἁγίασὸν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὸ Σῶμα, τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν, τοὺς νεφροὺς καὶ τὰ σπλάγχνα, καὶ ὅλον με ἀνακαίνισον καὶ ῥίζωσον τὸν φόβον σου ἐν τοῖς μέλεσί μου, καὶ τὸν ἁγιασμόν σου ἀνεξάλειπτον ἀπ᾿ ἐμοῦ ποίησον».
Στήν ἀκολουθία μετά τήν θεία Μετάληψη ἡ πρώτη εὐχή ἀναφέρεται πάλιν στόν ὅλο ἀνακαινισμό τοῦ ἀνθρώπου: «Δέσποτα φιλάνθρωπε, ὁ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανών τε καὶ ἀναστὰς καὶ χαρισάμενος ἡμῖν τὰ φρικτὰ ταῦτα καὶ ζωοποιά σου Μυστήρια, ἐπ᾿ εὐεργεσίᾳ καὶ ἁγιασμῷ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, δὸς γενέσθαι ταῦτα κἀμοὶ εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος».
Ἡ εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ ἐπικαλεῖται τόν Κύριο πρός ἀνακαίνιση κάθε σωματικῆς λειτουργίας μέ σκοπό τήν τέλεια χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ψυχῇ τε καί σώματι: «Ὁ δοὺς τροφήν μοι σάρκα σὴν ἑκουσίως, ὁ πῦρ ὑπάρχων καὶ φλέγων ἀναξίους, μὴ δὴ καταφλέξῃς με, μὴ Πλαστουργέ μου· μᾶλλον δίελθε πρὸς μελῶν μου συνθέσεις, εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν· φλέξον δ᾿ ἀκάνθας τῶν ὅλων μου πταισμάτων. Ψυχὴν κάθαρον, ἁγίασον τὰς φρένας· τὰς ἰγνύας στήριξον ὀστέοις ἅμα· αἰσθήσεων φώτισον ἁπλῆν πεντάδα·».
Ἀντί Συμπεράσματος
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
2. Τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεταλαμβάνεται ἀπό τούς Χριστιανούς. Οἱ Χριστιανοί εἶναι Χριστιανοί ἐπειδή μετέχουν τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς.
3. Ἡ μετάληψη τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Μετάληψη εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου καί ὁ τελικός προορισμός τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπιλέγει τήν ἐν Χριστῷ πολιτεία.
4. Ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ἡ Θεία Εὐχαριστία δέν παύεται, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δέν παύεται. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης γράφει σε κληρικό: «Νά θυμᾶσαι ὅτι ἡ τέλεση τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων εἶναι ἡ ἀμετάβλητη ἀπό καταβολῆς κόσμου κατάφαση τῆς ζωοποιοῦ Τριάδος. Δέν μπορεῖ παρά νά πραγματοποιεῖται. Ὅταν τελεῖς τά ἄχραντα Μυστήρια, ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατέρας μέσῳ τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος μεταβάλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ˙ ἐσύ εἶσαι μόνο τό ὄργανο. Ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τελεῖ μέσῳ σοῦ τήν Θεία Λειτουργία καί ἁγιάζει τά τίμια δῶρα. "Σύ γάρ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν", λέγει ἡ εὐχή πρίν ἀπό τόν Χερουβικό ὕμνο. Νά θυμᾶσαι ἀκόμη τό ἀμετάβλητο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀλήθεια τῶν λόγων Του»56.
6. Ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς δέν εἶναι φορέας μετάδοσης φθορᾶς. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τά στοιχεῖα τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου φέρον τό πλήρωμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τῆς Θεότητας.
7. Ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς μέ τίς προϋποθέσεις τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό αὐτούς πού Τόν μεταλαμβάνουν εἶναι ἡ πηγή τῆς θεώσεως, τῆς ἀθανασίας καί ἐνεργεῖ «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος».
8. Ἡ ζωοποίηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς ξεκινάει ἀπό τό νῦν καί ὁλοκληρώνεται στήν κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
9. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνεργῶν τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου κατά πάντα καί διά πάντα καί, βέβαια, ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
-------------------------------------------------
1 Α΄Κορ. 10, 17.
2 Κολ. 1, 17.
3 Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας,
Μετάφραση: Α. Η. Γεωργόπουλος, Ἐπιμέλεια: Π. Α. Ὑφαντῆς – Μ. Βελιτζανίδης, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Ἅγιον Ὄρος 2019, σ. 731.
4 Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, σ. 732.
5 Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, σ. 733.
6 Α' Κορ. 12, 27.
7 Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, σσ. 735-736.
8 Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, σ. 736.
9 Esau McCaulley, “The Christian Response to the Coronavirus: Stay Home”, The New York Times 14/03/2020, https://www.nytimes.com/2020/03/14/opinion/coronavirus-church-close.html
10 Π. Κ. Χρήστου, Νικολάου Καβάσιλα: Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν καί Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΕΠΕ, Φιλοκαλία 22, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»: Θεσσαλονίκη 1979, Κεφάλαιο ΛΕ', σ. 176.
11 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως, ΙΖ΄ [ΞΑ'], PG 94, 1069BC.
12 Μκ. 1, 41.
13 Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Τόμος δογματικός σταλείς ἐν Κύπρῳ πρός Μαρίνον διάκονον, PG 91, 85C-88A.
14 Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2003, σσ. 198-199.
15 Χ. Βουρουτζίδης, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία τοῦ Ἱερέα καί χατζή-οἰκονόμου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν Παπα-Συναδινοῦ», Σερραϊκά Χρονικά Σύγγραμμα-Περιοδικόν, τόμος 19ος , Ἱστορική καί
Λαογραφική Ἑταιρία Σερρῶν – Μελενίκου: Αθήνα 2019, σ. 119.
16 P. Odorico (ed.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle),
Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Paris 1996.
17 Χ. Βουρουτζίδης, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία τοῦ Ἱερέα καί χατζή-οἰκονόμου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν Παπα-Συναδινοῦ”, Σερραϊκά Χρονικά Σύγγραμμα-Περιοδικόν, τόμος 19ος, Ἱστορική καί Λαογραφική Ἑταιρία Σερρῶν – Μελενίκου: Ἀθήνα 2019, σσ. 123-124.
18 Χ. Βουρουτζίδης, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία τοῦ Ἱερέα καί χατζή-οἰκονόμου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν Παπα-Συναδινοῦ», Σερραϊκά Χρονικά Σύγγραμμα-Περιοδικόν, τόμος 19ος , Ἱστορική καί Λαογραφική Ἑταιρία Σερρῶν – Μελενίκου: Αθήνα 2019, σ. 120.
19 Λ. Σ. Βροκίνης, Περί τῶν ἐτησίως τελουμένων ἐν Κερκύρᾳ Λιτανειῶν τοῦ θ. λειψάνου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καί τῆς ἐν ἔτει 1716 πολιορκίας τῆς Κερκύρας Ἱστορική Ἐπιτομή / Ἐξ ἐκδεδομένων καί ἀνεκδότων ἐγγράφων ἐρανισθεῖσα ὑπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη., Ἔκδοσις Δευτέρα Ἐν Κερκύρᾳ: Τυπογραφεῖον «Ἑρμῆς» 1893, σσ. 9-10.
20 Ἀ. Κωνσταντινίδου, Οἱ ἐπιδημίες τῆς πανώλης στά Ἰόνια Νησιά (17ος-18ος αἱ.), Διδακτορική Διατριβή, Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Σχολή Φιλοσοφική, Τμῆμα Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας 2003, σ. 312.
21 Ἀ. Κωνσταντινίδου, Οἱ ἐπιδημίες τῆς πανώλης στά Ἰόνια Νησιά (17ος-18ος αἱ.), Διδακτορική Διατριβή, Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Σχολή Φιλοσοφική, Τμῆμα Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας 2003, σ. 312.
22 Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Βίβλος Ζ ΕΠΕ ΚΑ΄, ΕΠΕ 30, Κείμενον-Μετάφρασις - Σχόλια Παναγιώτη Χρήστου, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» Θεσσαλονίκη 1978 σσ. 55-61.
23 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3.3, Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1988., σ. 685. Μετάφραση στό Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τά Ἔργα 2, Λόγοι ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ΕΠΕ 54, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 707: «Ὁποία ἀσέβεια· διότι ἤ δέν ἔχει φυσικάς καί οὐσιώδεις ἐνεργείας ὁ Θεός καί ἄθεος εἶναι ὁ λέγων τοῦτο (πράγματι λέγει καθαρά τοῦτο, ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν φανερῶς κατά τόν θεῖον Μάξιμον ὅτι οὔτε εἶναι οὔτε γνωρίζεται ὁποιαδήποτε φύσις χωρίς τήν οὐσιώδη αὐτῆς ἐνέργειαν), ἤ λοιπόν δέν ὑπάρχουν οὐσιώδεις καί φυσικαί θεῖαι ἐνέργειαι, ὁπότε λοιπόν δέν ὑπάρχει οὔτε Θεός, ἤ ἄν ὑπάρχουν θεῖαι ἐνέργειαι, φυσικαί καί οὐσιώδεις, εἶναι δέ αὕται κτισταί, κτιστή θά εἶναι καί ἡ ἔχουσα ταύτας οὐσία τοῦ Θεοῦ· καθ' ὅσον ἡ οὐσία καί φύσις, τῆς ὁποίας αἱ φυσικαί και οὐσιώδεις ἐνέργειαι εἶναι κτισταί, καί ἡ ἴδια εἶναι καί γνωρίζεται κτιστή. Εἰπέ μου τώρα· ἀπό ποῦ ἐγνωρίσαμεν ὅτι ὁ Χριστός ὑπάρχει εἰς δύο ἐνεργείας καί φύσεις, ἄν δέν εἶναι ἄκτιστοι καί φυσικαί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ;».
24 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3.3, Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1988., σσ. 685-686. Μετάφραση στό Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τά Ἔργα 2, Λόγοι ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ΕΠΕ 54, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 707, «Οὕτω μέ τάς καινοφωνίας ὁ ταλαίπωρος οὗτος κακομεταχειρίζεται ὄχι μόνον τήν θείαν φύσιν, ἀλλά καί τήν διά σαρκός ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος καί θέλων νά εἶναι χριστιανοκατήγορος ἐξέβαλε ἑαυτόν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῶν Χριστιανῶν, ἀποδειχθείς ὑπό τῶν λόγων αὐτοῦ μονοφυσίτης καί μονοθελήτης χειρότερος τῶν ἀνέκαθεν αὐτοῦ ἀναφανέντων».
25 Ἰω. 6, 47-51.
26 Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Πρός Ἐφεσίους, 20, P. T. Camelot, Ignace D’ Antioche – Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σ. 90.
27 Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ρωμαίοις, 7, P. T. Camelot, Ignace D’ Antioche – Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σσ. 134-136.
28 Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Σμυρναίοις, 2, P. T. Camelot, Ignace D’ Antioche – Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σ. 156.
29 Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Σμυρναίοις, 3, P. T. Camelot, Ignace D’ Antioche – Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σ. 156.
30 Ἁγίου Ἰουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος, Ἀπολογία πρώτη ὑπέρ τῶν χριστιανῶν, 66, PG 6, 428B429A.
31 Ἁγίου Εἰρηναίου Λυῶνος, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ΕἰσαγωγήΜετάφραση-Σχόλια: Δρ. Εἰρηναίου Χατζηεφραιμίδη, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 1991, Βιβλίο 4, Κεφάλαιο ΙΗ΄, Παράγραφοι 4-6, σσ. 299-300.
32 ΛΚ. 24, 36-41, «Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;».
33 Ἁγίου Εἰρηναίου Λυῶνος, Ἒλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ΕἰσαγωγήΜετάφραση-Σχόλια: Δρ. Εἰρηναίου Χατζηεφραιμίδη, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 1991, Βιβλίο 5, Κεφάλαιο Β΄, Παράγραφοι 3-4, σσ. 364-365. 34 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς πρός Κορινθίους πρώτης ἐπιστολῆς, Ὁμιλία ΚΗ΄, PG 61, 233.
34 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς πρός Κορινθίους πρώτης ἐπιστολῆς, Ὁμιλία ΚΗ΄, PG 61, 233.
35 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς πρός Κορινθίους πρώτης ἐπιστολῆς, Ὁμιλία ΚΗ΄,
PG 61, 233-234.
36 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Βιβλίον Δ΄, κεφαλή Β’, P. E. Pusey A. M., Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis Evangelium, Vol. 1, Typographeo Clarendoniano: Oxonii 1872, σ. 530.
37 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Βιβλίον Δ΄, κεφαλή Β’, P. E. Pusey A. M., Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis Evangelium, Vol. 1, Typographeo Clarendoniano: Oxonii 1872, σσ. 530-531.
38 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Βιβλίον Γ΄, κεφαλή Στ’, P. E. Pusey A. M., Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis Evangelium, Vol. 1, Typographeo Clarendoniano: Oxonii 1872, σ. 475.
39 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Γ΄ἐπιστολή πρός Νεστόριο, Acta Conciliorum Oecumenicorum, 1.1.1, σ. 41.
40 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός Ι΄, SC 129, σ.312, 738‐741.
41 Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ομολογητοῦ, Εἰς τό Πάτερ ἡμῶν, PG 90, 877C.
42 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως, ΙΓ΄ [ΠΣΤ’], PG 94, 1141B-1145A.
43 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως, ΙΓ΄ [ΠΣΤ’], PG 94, 1153A.
44 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως, ΙΓ΄ [ΠΣΤ’], PG 94, 1152A.
45 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός Ι΄, SC 129, σ. 314, 764‐777.
46 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός ΙΔ΄, SC 129, σ. 440, 267‐276.
47 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός Ϛ΄, SC 129, σ. 128‐130, 130‐160.
48 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἠθικός Α΄, SC 122, 202, 99 – 204, 119.
49 Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ: Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ Ἰατρική ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη: Ἡ πράξη τῆς Ὀρθόδοξης Ψυχοθεραπείας, Ἱ.Μ.Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας): Λειβαδιά 2009, σσ. 298-299 καί σσ. 302-306. Βλ. καί Π.Κ.Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τά Ἔργα 11, Ὁμιλία ΚΣΤ΄, ΕΠΕ 79, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 395-422.
50 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ. Α΄, Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Ἀθήναις 1887, σσ. 95-96.
51 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ. Α΄, Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Ἀθήναις 1887, σσ. 97-98.
52 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ, Α΄, Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Ἀθήναις 1887, σσ. 100-101.
53 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ, Α΄, Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Ἀθήναις 1887, σσ. 103-104.
54 Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς: Χανιά 2003, σσ. 206-207.
55 Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σ. 247.
56 Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης, Μετάνοια καί ἡ Θεία Μετάληψη, Ἐκδόσεις «Τῆνος»: Ἀθῆναι 1993, σσ. 83-84.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου